Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.
-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!
Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.
-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα άσχημη σαν ψοφίμι σε αποσύνθεση.
Πω ρε φίλε, την είδα κι απο κοντά και ηταν ένα λέσι άσ' τα να πάνε...
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος θυμίζει αρχαία διονυσιακή μορφή τόσο εμφανισιακά, όσο και στη συμπεριφορά του. Μούσια, γένια, μαλλιά, αχανές βλέμμα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Αρέσκεται στις πλάκες, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου και η συμπεριφορά του είναι έκφυλη... Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται και ως τιμητικός τιτλος μεταξυ φίλων...
-Πού πήγατε χθες;
-Βγήκαμε με τον τραγόμορφο τον Θύμιο...
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.
Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.
-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...
-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε πάρα πολύ άσχημη κοπέλα, εξού και ο ορισμός... Πολύ υποτιμητικός, αποφεύγεται στην περιπτώση παρουσίας γυναικών...
-Χθες το βράδυ ξαναβγήκα με το Μαράκι.
-Είσαι τελείως κουρέπαρτος! Αυτή είναι λες και έχει τρακάρει με νταλίκα.
Got a better definition? Add it!
Ο άτακτος φαντάρος, ο συνήθης ύποπτος που τρώει αυτός συνήθως τις καμπάνες.
-Έφαγε 5 φυ ο Ανδρέου γιατί κοιμόταν πάλι στη σκοπιά.
-Ε καλά, γνωστή καμπανόφατσα.
Δες και -φατσα.
Got a better definition? Add it!
Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.
Got a better definition? Add it!
Στο στρατό, ο φαντάρος ο οποίος συνήθως έχει παλιώσει και έχει περάσει το στάδιο όπου ήταν ψαρωμένος.
Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον νέο φαντάρο ο οποίος όμως είναι αρκετά ενημερωμένος και / ή ώριμος και δεν ψαρώνει εύκολα.
Αυτόν τον νέο τον πάω. Δεν είναι χλεχλές όπως οι άλλοι. Γαμώ τα παιδιά είναι. Ξεψάρωτος.
Βλ. και ψάρακας, ψαράς, ψάρι, ψαροκασέλα, ψαρωτικος.
Got a better definition? Add it!
Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.
- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.
Got a better definition? Add it!
Ξεχασμένες γυναίκες από τον χρόνο σε άθλια μπαράκια.
Πήγα χτες σε ένα κλαμπ απο δεκαετία '80! Disco Balls και τέτοια! Και είχε και κάτι ναυάγια ρε αδερφάκι μου...
Got a better definition? Add it!