Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.
- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!
Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.
- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!
Got a better definition? Add it!
Είναι περίπτωση λέμε όταν κάτι είναι εξαίρεση, αξιόλογο, ξεχωριστό. Μεταφορικά όμως το λέμε όταν κάποιος είναι παλαβός, αλλού γι' αλλού. Αυτό τονίζεται πιο πολύ όταν λέμε περιπτωσάρα.
- Εγώ είμαι περίπτωση... μπορώ να κοιμηθώ και ας έχω πιει 3 φλυτζάνια καφέ... -Σοβαρά; Απίστευτο!
-Σήμερα θα βγω με τη Λένα, θες να έρθεις; -Τι λες ρε περίπτωση; Αφού έχουμε μαλώσει μ' αυτήνα, δεν το ξέρεις;
- Χτες είδα πάλι το Δημήτρη. Τι μου 'λεγε πάλι χτες η περιπτωσάρα! Έπιασε την κουβέντα για εξωγήινους και ούφο!
Got a better definition? Add it!
Ο παίκτης ταβλιού ο οποίος παίζει τις ζαριές με ρυθμούς παρτίδας σκακιού.
Σύγκρινε: ταβλιτζής.
Got a better definition? Add it!
Αποκαλείται ο παίκτης σκακιού ο οποίος παίζει την παρτίδα υπερβολικά γρήγορα (για το επίπεδό του) και επιπλέον χτυπάει τα πιόνια.
- Την άλλη φορά θα παίξουμε με το δικό σου σκάκι.
- Γιατί;
- Γιατί έχεις σπάσει δύο πιόνια και μια βασίλισσα ρε ταβλιτζή!
Σύγκρινε: σκακαδόρος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αντιδρά σε ό,τι κι αν του λένε και δεν συμφωνεί (κυρίως χωρίς λόγο).
(Γιωργάρας) - Ρε μόρτηδες ψήνεστε για κάνα μπυρόνι;
(Βασίλης) - Όχι ρε Τζορτζ για ποτό, δε γουστάρω ρε γαμώτο!
(Γιωργάρας) Γιατί ρε μαλάκα γίνεσαι αντιδραστήρας τωρα...;
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που γαμάει ό,τι κάτσει.
Ο Σάκης ωραίο παιδί αλλα εθελοντής πουτσοδότης... Όπου νά 'ναι σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει.
- Ρε μαλάκα πως τη γαμάς αύτη ρε σαβουρογαμόσαυρε;
- Αν δε μπαζώσεις, σπίτι δε χτίζεις!
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος.
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη.
Κόψε ένα ούρουκ-χάι με μίνι!
Από τα uruk-hai (αναβαθμισμένο είδος orc) στον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» του Τόλκιν.
Got a better definition? Add it!
Ο τζαμπατζής.
- Από κουμούνι την είδε επαναστάτης τζαμπατίστας μαλωμένος με τον περιπτερά, γάμα τα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!