Further tags

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας.

- Γάμησέ τον, μεγάλος χέβι-μπουνταλάς.

(από xalikoutis, 10/08/10)Bαρύ ως ανάγνωσμα... (από MXΣ, 10/08/11)

Σχετικά: βλακ μέταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλοσπυράκιας.

- Κόψε τον σέξ-σπυρ, πάλι την έπαιζε χτες!

Αυτός που έχει βγάλλει πολλά σέξσπυρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λούλης... Ο πούστης ντε!

- Δες κούνημα τον πισωγλεντζέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κόκκαλο

πως είσαι έτσι ρε λείψανο?

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάτι αξίζει τα λεφτά του. Όταν κάποιος είναι ξηγημένος. Γενικότερα χαρακτηρισμός θετικός (μεταφορικά).

1 - Πω πω φίλε, ο τυπάς κάνει τρελά πάρτι με πολλά γκομενάκια...
- Σου τό' πα... Τίμιος!

  1. - Ευτυχώς με βοήθησε ο Γιώργος και πέρασα το μάθημα. - Τίμιος Μπακαλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που τριγυρνά έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, μπας και πετύχει καμιά μεθυσμένη να τη γαμήσει.

- Μεγάλος ύαινας ο τυπάκος εκεί, θυρωρός είναι στα WC;
- Γυπάκος ο τζακαλάκος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοντή όμορφη κοπέλα.

- Κόψε μικρούλι γκομενάκι;!
- Καλός πουτσομεζές με ούζο!

βλ. και ψωλομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου με θετική έννοια... Ό,τι είναι πολύ μπροστά, με ρηξικέλευθες ιδέες και πράξεις. Επίσης ο πολύ συμπαθής. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με ειρωνική / αρνητική σημασία για το άτομο που δεν πατάει, που βρίσκεται σε άλλο πλανήτη, δηλ. που είναι λίγο τρελαμένο!
Υπερθετικός βαθμός: έχω φύγει πολλά τακ.

  1. Καλά φίλε συνάντησα χθες τον Πάνο. Το παλικάρι μόλις γύρισε από Ibiza και μού 'λεγε κάτι ιστορίες... Έχει φύγει ένα τακ ως άτομο...

  2. Πέτυχα προχθές την Κατερίνα, φόραγε κάτι ρούχα χάι-χούι (=άκυρα), και μού 'λεγε ότι θέλει να γνωρίσει τους Βιετκόγκ! Έχει φύγει πολλά τακ το άτομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified