Further tags

Ο τύπος / τύπισσα που του «κόβει» υπερβολικά. Η «γάτα». «Πιάνει πουλιά στον αέρα». Η κατάληξη -όνι δίνει μια επιπλέον τσαχπινιά στον όρο.

Μπορεί να αναφέρεται είτε σε θέμα εξυπνάδας είτε σε θέμα του τύπου «κόβει το μάτι του». Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τον φύτουκλα μαθητή. Περισσότερο ταιριάζει στον κλασικό τύπο μαθητή του τελευταίου θρανίου που «τα πιάνει» αλλά βαριέται να διαβάσει.

- Κατάλαβες αυτό το τελευταίο για την εξίσωση;

- Ρώτα τον Μήτσο. Είναι γατόνι.

(από joe909, 30/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεία Φωτούλα είναι ενα φανταστικό πρόσωπο.
Στον όρο αυτό περιέχονται όλοι οι άσχετοι συγγενείς οι οποίοι σκάνε μύτη σε συναυλίες ή εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει κάποιο μέλος της οικογενείας, από οικογενειακή υποχρέωση και για να καμαρώσουν (συνήθως ανίψι, γιο, εγγόνι κλπ).

Χρησιμοποιείται στον ενικό παρόλο που υποδηλώνει (συνήθως) πλήθος ατόμων.

Ο όρος έχει προέλθει απο παλαιότερο δημοσίευμα του Στάθη στην Ελευθεροτυπία.

- Πώς πήγε το live εχτές;

- Άσε. Έσκασε και η θεία Φωτούλα. Η γιαγιά φρίκαρε με το deathmetal...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άντρα, το χαϊβάνι, ο βλαξ, ο ηλίθιος.

Τί θέλει αυτός ο μάπας από μένα και με περιτριγυρίζει; Σιγά να μην ασχοληθώ μ' αυτόνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάπας που μπλαμπλάρει πρόθυμα με τις γυναίκες και του τρέχουν τα σάλια.

Πφ! έρχεται πάλι ο σαλιαπατζής. Κάτσε να εξαφανιστώ και δεν τον αντέχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή αυτός που έχει χωριατικη προφορά ή αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας ή αυτός που δεν έχει τρόπους.
Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.

Καλέ ήρθε το βλαχαδερό και έγινε άνθρωπος, κάνει τώρα και κριτική για τους πρωτευουσιάνους. Κοίτα βρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο ηλίθιος - η ηλίθια, συνώνυμο του χαζοβιόλη-χαζοβιόλας ή ... της ξανθιάς.

Τί να νας πει και το βούρλο τώρα; Μιλάνε οι πολυκατοικίες, μιλάνε και τα γωνιακά περίπτερα!

Πώς να πας σε συνέντευξη τώρα χωρίς κρισταλκολόρ (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλημένη με την θρησκεία. Συνήθως είναι λιπαρή, με λευκό δέρμα, κακόσχημο σώμα, κρυφοσεξουαλική και βιτσιόζα, φορά γυαλιά, ντύνεται με άχρωμα ή μαύρα λερωμένα ρούχα, παπουτσάκι ορθοπεδικό της λαϊκής, έχει τα μαλλιά της δεμένα σε σφιχτό κότσο και είναι ετών 60 και άνω. Πάει οργανωμένες εκδρομές οπουδήποτε, μαζί με εκατό σαν κι αυτήν, χαλάνε τον κόσμο στη φλυαρία και, εννοείται, σε ματιάζουν με τη μία. Αν δεν είναι 60 ετών και άνω, είναι τριάντα περίπου, με παχιά φρύδια, πάντα άπλυτη και πάντα λιπαρή. Ίνδαλμά τους ο παπάς της ενορίας. Δεν αγαπάνε τα ζώα, ούτε τα παιδιά, ούτε (φυσικά) τον πλησίον, κι ας προσκυνάνε το ευαγγέλιο. Κοινώς, κίνδυνος θάνατος.

Μόνο λίγες από δαύτες είναι πραγματικά καλοσυνάτες γυναίκες.

Είπαμε να πάμε εκδρομούλα στην Αίγινα μια καθημερινή για να μην έχει κίνηση και μας έκατσε πούλμαν με θεούσες στο πλοίο, που πηγαίνανε για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο... Τι να σου πω, χτικιάσαμε από τη φασαρία μέχρι να φτάσουμε.

(από soulto, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified