Further tags

Ξύπνιος, ανοιχτομάτης, παμπόνηρος, μεγάλη αλεπού.

Προέρχεται από το Ιταλικό furbo - που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τη λέξη υιοθέτησαν οι Έλληνες φοιτητές και στην κυριολεξία της αλλά, κυρίως, ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για κάποιον που, ανεπιτυχώς, προσπαθεί να τα παίξει μάγκας και να εκμεταλλευθεί τους άλλους. Δηλαδή, για κάποιον που δεν είναι πονηρός αλλά κουτοπόνηρος.

  1. - Ο Μπερλουσκόνι, αγόρι μου, είναι μεγάλος φούρμπος. Όχι μόνο δεν τον κάτσανε στο σκαμνί αλλά να δεις που θα τις πάρει πάλι τις εκλογές.

  2. - Κάτσε ρε φούρμπο ... Πάσχα έφυγες, πήγες να ψήσεις στο χωριό ... της Παναγίας τό 'κανες πενθήμερο γιατί γιορτάζει η γυναίκα σου ... τώρα θες να φύγεις κι όλα τα Χριστούγεννα γιατί έχει προσφορά ο Μάνος για Μπάλι ... κι εμείς πότε θα πάρουμε άδεια, δηλαδή; Του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Φούρμπο ... α, φούρμπο ... ντροπή ρε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια γυναίκα χάλια μαύρα.

Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.

Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος με τα λεφτά των άλλων (περί το 1960 φιλάνθρωπός τις ονόματι Καραμουρτζούνης έστηνε στις άκρες των πεζοδρομίων χτιστούς κουμπαράδες για να συλλέγει τον οβολό των περαστικών και να κάνει αγαθοεργίες).

- Για τι με περνάς καλέ; Καραμουρτζούνης είμαι εγώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καράπουτάνα: πιο πουτάνα και από τις πουτάνες (ο διπλός τονισμός της λέξης συνηθίζεται).
Καράπουταναριό: σόι γεμάτο καραπουτάνες (ή αλλιώς ακόμη πιο μεγενθυμένο: καράπουτανάρες).

- Ήμαρτον Χριστούλη μου! τί να περιμένει κανείς από το καράπουταναριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη περιγράφει υποτιμητικά τον σπανό άνδρα. Συνήθως ο προσδιορισμός αυτός αντικαθιστά το όνομα του άνδρα.

- Ποιος το είπε;
- Ο σπανομαρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.

Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...

Η αφεντομουτσουνάρα του. (από joe909, 30/09/11)...και η αφεντοτσουτσουνάρα του.  (από joe909, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. το αποκριάτικο προσωπείο (μάσκα) είτε όμορφο είτε άσχημο

  2. μτφ. ο άσχημος άνθρωπος, συνήθως μακροπρόσωπος

Μμμ! θέλει και γκόμενα η μουτσούνα!

Got a better definition? Add it!

Published