Ο τεράστιος ο παιχταράς, ο πολύ μα πολύ μάγκας.
- Στο τέλος του πήρα και τα φράγκα και τη γυναίκα...
- Υπερδιπλάσιε!
Ο τεράστιος ο παιχταράς, ο πολύ μα πολύ μάγκας.
- Στο τέλος του πήρα και τα φράγκα και τη γυναίκα...
- Υπερδιπλάσιε!
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, αλλά το λέμε πιο χαϊδευτικά, όταν δεν θέλουμε να προσβάλουμε τον άλλον ευθέως.
- Δεν κατάλαβα, μπορείς να μου το εξηγήσεις πάλι;
- Τρίτη φορά; Είσαι λίγο βλακάκος τελικά!
Got a better definition? Add it!
Ο σχεδόν-παντελώς ηλίθιος, αυτός που δεν παίρνει από λόγια.
- Καλά, είσαι εντελώς βλήμα ναουμ'...
Got a better definition? Add it!
Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.
- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;
Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς
Got a better definition? Add it!
Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)
Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;
Βλ. και μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.
Πού είσαι ρε μαλάκα!! Τρεις μήνες έχω να σε δω... Μου έλειψες!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γέρος, ο παππούς.
-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!
Βλ. και ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, γεροντάματα, ραμολί, το, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, παπούα, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified