Further tags

Ο γκασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, αναφέρεται σε άτομα με προεξέχοντα τα μπροστινά πάνω δόντια.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την πέφτει σε όποιο θηλυκό βρεθεί μπροστά του, που δεν αφήνει ήσυχη ούτε θηλυκιά γάτα. Συχνά, είναι παράλληλα και χταπόδι.

- Έρχεται ο Μίμης...
- Ο πέφτουλας; Κρύψτε τα γυναικόπαιδα, γρήγορα!

(από manitsa, 11/02/11)

Δες και καραπέφτουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέφτουλας που δουλεύει πολύ με τα χέρια του και απλώνεται σε σημεία που ο απλός φλερτάκιας δεν τολμά καν να πλησιάσει.

- Μαλάκα, πιάσε τον Μίμη εν δράσει να λατρέψεις.
- Και καπνίζει κιόλας; Μα πόσα χέρια έχει ο πούστης... Χταπόδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι ο οπαδός του ΑΡΗ, από τους υπόλοιπους συμπολίτες σε μια ψευδοεπιστημονική εκδοχή του πρωταρχικού χαρακτηρισμού σκουλήκι.

- Μαλάκα, τι παιχτούρα είναι αυτή που πήρανε τα σκουλήκια;
- Άσε με ρε! Ποιος τ' ακούει τ' ασπόνδυλα τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι άσχετος με κάποιο θέμα, δεν γνωρίζω τίποτα.

- Μπάμπης: Μάκη πού είναι ο Τάκης;
- Μάκης: αι σπίκ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ. Έχω να τον δω μέρες...

(από patsis, 04/12/10)(από Vrastaman, 09/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Χρησιμοποιείται κυρίως για όσους φαίνονται αρχικά λιγότερο μαλάκες απ' ό,τι τελικά αποδεικνύεται ότι είναι.

- Μ' έπρηξε συνέχεια με τα ίδια και τα ίδια. Δεν επικοινωνεί που δεν επικοινωνεί, τι θέλει και ανακατεύεται σε όλα ο μαλακοπίτουρας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας κι αυτός, αλλά χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός της λέξης μαλάκας.

- Καλά ο τύπος, μιλάμε, είναι φευγάτος. Εσένα πώς σου φαίνεται;
- Εγώ ανέκαθεν ήξερα ότι πρόκειται για τριμάλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, «φευγάτος», αυτός που χαζοφέρνει, αυτός που λέει ασυναρτησίες, αλλά και όποιος από την κούραση δεν βλέπει μπροστά του.

  1. Είσαι εντελώς γκάου, παιδάκι μου;

  2. Τόση δουλειά σήμερα, κι είμαι τόσο γκάου που δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου.

γκάου άτομα; όχι ευχαριστώ (από xalikoutis, 09/03/09)Και ο πρώτος Γκάου! (από MXΣ, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας, χαζός, βλήμα, ούφο, βούρλο, απροσάρμοστος.

Τι περίμενες μωρέ απ' αυτή; Χαζή ξανθιά είναι, εντελώς γκα-γκα.

H ποπ σταρ Lady Gaga (από allivegp, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την εξέλιξη του

παλιός -> πάλιουρας -> παλέουρας -> λέουρας

και υποδηλώνει τον αρχαιότερο σε ιεραρχία και πιο παλιά σειρά στον λόχο.

Τα ποντίκια πάντα τον σέβονται και ζηλεύουν τις «μέρες» του.

- Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
- Άσε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified