Further tags

Η λέξη "μπακούρης" προέρχεται από το εβραϊκό "μπαχούρ" "בחור" (στο θηλυκό "μπαχουρά" בחורה) που σημαίνει νεαρός άνδρας (και "νεαρή γυναίκα" αντίστοιχα), δηλαδή ο άγαμος.

Έμεινε μπακούρης μια ζωή

Got a better definition? Add it!

Published

Καραφλοκόρακας (αρχαΐζουσα: καραφλοκόραξ) λέξη σύνθετη εκ του καραφλός+κόρακας, δηλαδή το καραφλό κοράκι. Μεταφορικά συναντάται ως κοσμητικό επίθετο για τελείως φαλακρούς ανθρώπους, ή έστω για φαλακρούς με κάποια λίγα μαλλιά περιμετρικά, όχι για καραφλοχαιτάδες.

Παράδειγμα εδώ

Πωπω! Πως πέσανε έτσι τα μαλλιά σου ρε Κώστα; Σαν καραφλοκόρακας έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαμερπής, ο γλείφτης, αυτός που υπηρετεί πιστά κάποιον άλλο για να ανέβει με τη σειρά του σε αξιώματα.

Ο όρος, παρότι ακούγεται βυζαντινοπρεπής, είναι σύγχρονος. Δεν απαντάται σε κανένα βυζαντινό ιστορικό κείμενο ή κατάλογο αξιωματούχων, ούτε, όπως αναφέρεται συχνά, ήταν ο τίτλος του αυλικού που καθήκον είχε να καθαρίζει τα αυτοκρατορικά οπίσθια. Πρόκειται απλώς για χιουμοριστική αναστροφή του "κωλοσφουγγάριος", εκ του νεοελληνικού "κωλοσφούγγι".

Ήρθε ο νέος γενικός γραμματέας στο υπουργείο και μαζί του κουβάλησε τους σφουγγοκωλάριούς του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός ο οποίος αμελεί τις υποχρεώσεις του.

Συνώνυμα: ζαμάν φου, πετάω χαρταετό, πέρα βρέχει.

-Του μίλησες για την άδεια;

- Μωρέ εγώ του μίλησα, αλλά είναι λίγο καθαροδευτέρας ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σαν να έχει άδικο ή έχει άδικο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την άσχημη γυναίκα. Μάλλον προήλθε από το αντίθετο του ότι μια όμορφη γυναίκα έχει (για τους άντρες) πάντα δίκιο.

-Ο Γιάννης έχει αδερφή, το ήξερες;

-Άσε φίλε, την έχω γνωρίσει. Έχει άδικο...

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφάρα,εντελώς θηλυπρεπής άντρας (βλέπε και κραγμένη.)

Καλά εκείνος ο ξανθός ο γείτονας μου, τι κραγμένος είναι αυτός ρε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή, σάπια και κοντή ελλεηνίδα, που σε γεμίζει με λέζα σε οτιδήποτε κι αν κάνετε.

Σύνθετη λέξη: κοντή + λέζα. Συνώνυμο: κοντοπούτανο

- Πήγα στο Παρίσι με την Αλίκη και μου έσπασε τον πούτσο.
- Καλά να πάθεις! Σ' το είχα πει να μην πας με την κοντολέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό σε αρκετούς ανθρώπους το Πάρης αποτελεί ένα κύριο όνομα, το οποίο μάλιστα τυχαίνει να έχει και ένας προβεβλημένος χαρακτήρας στο έπος «Ιλιάδα» του Ομήρου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός όπου και από όποιον κριθεί σκόπιμο να το κάνει. Η αίσθηση της υποτίμησης βέβαια δεν απορρέει από την ίδια την λέξη Πάρης αλλά από μια άλλη λέξη η οποία ηχητικά είναι πολύ κοντά στην εδώ οριζόμενη λέξη. Η λέξη για την οποία γίνεται λόγος είναι η λέξη παπάρης. Το παπάρης με την σειρά του προέρχεται από μια ονομασία που αποδίδεται στον όρχι η οποία είναι το παπάρι.

Χρήσεις του πάρης στην καθημερινή κοινή ομιλία

Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο το οποίο τρέφει μια ελαφρά, έντονη και εν πάση περιπτώσει οποιουδήποτε βαθμού απέχθεια προς ένα άλλο άτομο για να το υποτιμήσει. Εξαιτίας του μικρού σχετικά βαθμού της χρήσης αυτής της λέξης -όπως εκτιμάται από τον δημιουργό της εισαγωγής αυτής της λέξης στο παρόν λεξικό- υπάρχει μια αρκετά μικρή πιθανότητα αυτή η λέξη καθώς και το νόημα το οποίο υποδηλώνει να γίνουν αντιληπτά σε έναν λεκτικό διαπληκτισμό με γρήγορες εναλλαγές προσβολών, ειδικά μάλιστα όταν στον εν λόγω διαπληκτισμό υπάρχει μια παρουσία φωνών οι οποίες σε ένταση είναι υψηλές. Ο δε χώρος που αυτή η λέξη καταλαμβάνει στον γλωσσικό χρόνο έκφρασής της, ακριβώς επειδή είναι αρκετά μικρός, ενισχύει ακόμα περισσότερο την ιδιότητα που έχει αυτή η λέξη να περνά απαρατήρητη σε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί πως η λέξη αυτή κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταξύ φίλων που ανταλλάσσουν προσβολές και άλλων ειδών φράσεις μέσα στο πλαίσιο της φιλίας και της καλής τους και της ζεστής τους διάθεσης, έτσι ώστε σε αυτήν την περίπτωση το υποτιμητικό νόημα που εκφράζει η λέξη να αίρεται ή να εκλαμβάνεται από τους αποδέκτες της λέξης με ευπρόσδεκτο τρόπο.

Παραδείγματα στην καθημερινή ομιλία

Έπειτα από την πραγματοποίηση κάποιας ενοχλητικής, από την πλευρά του ομιλούντος, κατάστασης.

Πωωωω ρε πάρη, τι έκανες πάλι ρε;

Κατά την διάρκεια προσπάθειας ενός ομιλούντος να εκφράσει απορία ως προς μια παρελθούσα πράξη ενός άλλου ατόμου.

Πωωωω, καλά ρε, πες μου λίγο, είσαι πάρης;

Για επίπληξη και πιθανώς απορία ως προς τον εαυτόν του ομιλούντος.

Πωω καλά, είμαι πάρης ρε; Γιατί έφαγα ντόνατ 15 μέρες αφότου έληξε;

Κατά την διάρκεια μιας έντονης και πιθανώς εμποτισμένης με εχθρότητα συζήτησης.

Τι λες ρε πάρη που νομίζεις ότι μπορείς να σταθμεύεις όπου θέλεις!

Κατά την διάρκεια πραγματοποίησης απειλής ή άμεσης ή έμμεσης προειδοποίησης ή απλού αιτήματος.

Λοιπόν, πάρη, σταμάτα να λες ανοησίες (, αλλιώς)...

Χρήση με έντεχνο τρόπο με ιστορικές αναφορές στα γεγονότα των περσικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Έλα να τα πάρεις ρε πάρη!

Για απλή δήλωση άποψης.

Πωω έπειτα από αυτό, εντάξει, σ' το λέω, είσαι πάρης.

Χρήση με έντεχνο τρόπο για να εκφραστεί δυσαρέσκεια ή κάτι άλλο υπό την επιθυμία του ομιλούντος να μην γίνει αντιληπτή η χρήση της λέξης απλώς να επέλθει ικανοποίηση στον ίδιο επειδή είπε την λέξη.

Μα όχι ρε πάρη μου σου λέω δεν έπεσε το μπουκάλι, το έριξες.

Σε μια κατάσταση στην οποία εκτυλίσσεται ομιλία μεταξύ φίλων.

Άαασε ρε πάρη που νομίζεις ότι το juggernaut είναι κλεψιά.

Προσωπική σημείωση

Στην ομιλία το πάρης μάλλον αρκετά συχνά μπορεί να συνοδεύεται σταθερά, για πολλούς λόγους (όπως έμφαση,προσπάθεια για συγκάλυψη εκφραζόμενου νοήματος και ταυτόχρονα προσωπική ικανοποίηση), από κάποιες λέξεις όπως: πωω για εναρκτήρια έμφαση και προσωπική ικανοποίηση· έπειτα από το πάρης, ... μου για προσπάθεια συγκάλυψης εκφραζόμενου νοήματος· πριν το πάρης, ρε για έμφαση ή ικανοποίηση, ή εξαιτίας συνήθειας ή και για άλλους λόγους· μετά από το πωω και πριν από το πάρης, καλά για ικανοποίηση ή συνήθεια, έμφαση ή και για άλλους λόγους.

Ο Πάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).

- Ρε άκουσες τι μαλακία είπε ο Αλέξης στην τύπισσα;
- Ε τι περίμενες απ' τον κριντζαριστό μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified