Παράδειγμα εδώ
Ο χαζοβιόλης, αυτός που λέει χαζομάρες
Παράδειγμα εδώ
Ο χαζοβιόλης, αυτός που λέει χαζομάρες
Got a better definition? Add it!
Την είπε πάλι τη βλακεία του ο μπουρούφλης
Got a better definition? Add it!
Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν είναι πραγματικός φαν μιας μπάντας ή κάποιου μουσικού εν γένει, αλλά ακούει περιστασιακά την μουσική τους. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει όλους τους στίχους των τραγουδιών τους, παρά μόνο τα ρεφρέν, τα οποία επαναλαμβάνει σε συναυλίες, πάρτι και λοιπές μουσικές συναθροίσεις, ώστε να ταυτιστεί με την ατμόσφαιρα της φάσης.
-Ρε, τσέκαρε 'κει! Ο Κώστας ρε, μ' ένα τσιτωμένο γκομενάκι με τα δερμάτινα.
-Χαχαα! Έλα ρε τον ρεφρενάκια τον Κώστα που μου 'ρθε και Maiden. Πάω στοίχημα τραγουδάει μόνο τα φωνήεντα.
Got a better definition? Add it!
Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.
Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα
Got a better definition? Add it!
Published
Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.
Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.
Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Το κουήρι ή κουίρι, είναι μεταγραφή στα ελληνικά της αγγλικής λέξης queer. Μπορεί να δηλώνει:
Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ μελών της ΛΟΑΤΚΙ και queer κοινότητας (της Αθηναϊκής, τουλάχιστον) ως θετικός/ουδέτερος προσδιορισμός και δεν έχει αρνητική φόρτιση.
Κάνει παράγωγα όπως κουηρεύω, κουήρεμα (το), κουηρόκοσμος.
Βλέπε και λοξός-ή
Πάλι καλά που ήρθανε και πέντε-δέκα κουήρια στην πορεία, γιατί την δεν άντεχα τόση ματσίλα.
Got a better definition? Add it!
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Η έκφραση αυτή αν και στερείται ουσιαστικού έρχεται να υπερτονίσει τον ανδρισμό του ατόμου για το οποίο χρησιμοποιείται, μπορεί να μην έχουμε στην πρόταση ουσιαστικό αλλά υποβόσκει η έννοια των όρχεων.
Η φράση έρχετε να δώσει προσδιορισμό μεγέθους στους όρχεις (βλ. κάκαλα - μπομπόλια), λέγοντας μάλιστα πως είναι τόσο μεγάλα που σέρνονται στο δρόμο καθώς περπατά ο προσδιοριζόμενος. Αυτό το γεγονός τον καθιστά μάγκα, τσίφτη και ταυτόχρονα καραμπουζουκλή.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τις λέξεις καυλαντίζω + δεινόσαυρος. Ο άντρας που καυλαντίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποια γυναίκα αλλά δεν προχωρά σε σεξουαλική πράξη μαζί της.
-Πως τα πάει ο Γιάννης με την Κατερίνα;
-Άσε ρε τον μαλάκα, ένα μήνα καυλαντίζονται κι ακόμα να την πηδήξει. Καυλαντόσαυρος κατάντησε.
Got a better definition? Add it!