Further tags

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεάρος και ριψοκίνδυνος οδηγός μηχανοκίνητου δικύκλου υψηλού κυβισμού.

Συνήθως μειωμένων ικανοτήτων και αντίληψης λόγω του νεαρού της ηλικίας. Σπανίως φέρει κράνος με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσφέρει όργανα σε καλή κατάταση, επίσης λόγω του νεαρού της ηλικίας (ιδίως οι οφθαλμοί δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για διάβασμα σχεδόν ποτέ, αλλιώς θα έβαζε κράνος).

- Τι κάνει ρε το άτομο με το ζουζουρού (για να θυμηθούμε τα παλιά);
- Άντε ρε τον δωρητή!

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο μικρής ηλικίας, το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του και να εκφέρει απόψεις για πράγματα που αγνοεί.

Φύγε από 'δω ρε πουτσί, που μου έμαθες τι είναι και τα ομόλογα...

Δες και πουτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άρτι αφιχθείς στρατιώτης στη μονάδα, ο οποίος προσπαθεί να προσπεράσει την υφιστάμενη ιεραρχική δομή και να αποφύγει τις δύσκολες υπηρεσίες. Θρασύς και κουτοπόνηρος, τοποθετείται ηθικά κοντά στον καβατζόπουστα.

Τι λες ρε πουστόνεο που δεν θα ξανακάνεις 12-3 σήμερα; Θα σου τεντώσω το κορμάκι!

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει βλακείες και είναι στην κοσμάρα του.

- Ρε συ, είδες τον αναπτήρα; Έχω φάει όλο το σπίτι για να τον βρω!
- Ρε μπουρμπουληθρόπουλε, στο τραπέζι είναι! Δεν βλέπεις μπροστά σου ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.

- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν παλεύεται ή δεν την παλεύει καθόλου. Συνήθως είναι κάποιος ο οποίος δεν έχει γκόμενα, γιατί απλούστατα καμία δεν του κάθεται και κάνει τα πάντα για να μηδενίσει το κοντέρ φτάνοντας ώρες-ώρες στα άκρα.

  1. - Τελικά στης Μαρίας ποιοι θα είμαστε;
    - Λοιπόν, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλης...
    - Άσ' το καλύτερα, ας μην πάμε, γιατί όλοι οι δενπαλεύουρες πάλι εκεί μαζεύτηκαν...

  2. - Μιλάμε ρε Τάσο είσαι τελείως δενπαλεύουρας! Σου λέω να πας να πάρεις ένα Μάλμπουρο σκληρό και έρχεσαι με το μαλακό... Μα έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».

Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.

Σχέση αγάπης- μίσους με την κυρα-Κατίνα. (από Hank, 22/02/09)

Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».

Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλογομούνω / αλογομούνα

Η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, εντυπωσιακή όπως μία φοράδα, αλλά εξαιρετικά μεγαλόσωμη.

Για δες τι έρχεται, τι αλογομούνω είναι αυτή, πρέπει να είναι Ολλανδέζα.

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified