Φοράω κοντομάνικα πόλο οριζόντιας διαγράμμισης, μόδα που λάνσαρε ο συμπαθέστατος προφέσορας του ποδοσφαίρου.
Σημ. Να μην συγχέεται με την περίφημη αλεφάντεια κόμμωση.
Τι μπλουζάκι είναι αυτό ρε; Αλέφαντος ντύθηκες;
Φοράω κοντομάνικα πόλο οριζόντιας διαγράμμισης, μόδα που λάνσαρε ο συμπαθέστατος προφέσορας του ποδοσφαίρου.
Σημ. Να μην συγχέεται με την περίφημη αλεφάντεια κόμμωση.
Τι μπλουζάκι είναι αυτό ρε; Αλέφαντος ντύθηκες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος. Εμφανώς επηρεασμένο από τον Stiffmeister.
Μην πας γήπεδο με τον Σάββα, είναι τρελός γκαντεμάιστερ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ελεύθερη μεταφορά του fucktard.
- Ο Μπάοκ έχει μεγαλύτερη ιστορία απτόν Ολυμπιακό.
- Τι λες βρε ΓΑΜΗΛΙΘΙΕ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνέχεια της λέξης κάβουρας Κάποιος που είναι κάβουρας σε υπερβολικό βαθμό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κρύψει τις δαγκάνες του.
- Κι εκεί που μιλούσαμε ήρεμα,πετάγονται 10 δαγκανοφόροι έτοιμοι για ξύλο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση η οποία αναφέρεται σε άτομο ή κατάσταση που είναι αβάσιμο/-η και δεν στέκει σύμφωνα με την λογική.
- Εκεί που καθόμασταν όμορφα και ωραία άρχισε να λέει τα δικά του το παλικάρι... Αλεμάο, σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Είναι η αδέλφω, δηλαδή η κωλοπουστάρα του κερατά που τον παίρνει και χαίρεται...
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα η ωραία, η ναζιάρα, η παιχνιδιάρα...
Ξέρεις τη Μαρία; Τη φίλη της Γιώτας; Είναι μεγάλη μουνίτσα!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός ή αυτή που μας τη δίνει, μας νευριάζει.
Ω ρε αδερφούλα. Τι δοστικιά που είσαι...
Got a better definition? Add it!
Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!