Further tags

Βγαίνει από την έκφραση σας είδα, έρχομαι. Είναι ο τύπος στην επαρχία που μπαίνει σε ένα μαγαζί και τους ξέρει όλους. Κάθεται και μιλάει στην πρώτη παρέα που βρίσκει μπροστά του και ταυτόχρονα κάνει νόημα σε άλλες παρές που τον χαιρετάνε ότι τους έχει ήδη δεί και θα πάει να τους μιλήσει. Για κάποιους έχει γίνει κι επώνυμο.

- Ποιος είναι αυτός που μπήκε στο μαγαζί;
- Έλα ρε που δεν ξέρεις τον Νίκο τον Σασείδα;!

Βλ. και τσεκαρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιταλικό Robertο με ελληνική κατάληξη. Ο τύπος που προσπαθεί να ντύνεται σαν ιταλός με σκοπό να γίνει αρεστός στις γυναίκες χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Παλιότερα άφηνε και μουσάκι.

Έχει και κάποια παράγωγα:

  • ρομπερτάκος (ο εκκολαπτόμενος ρομπέρτος)
  • ρομπερτιλίκια (όλες οι σχετικές συμπεριφορές)

- Κοίτα ρε συ τον Τάκη, έχει μιλήσει μέχρι τώρα σε όλες τις γυναίκες που μπήκαν στο μαγαζί. Λες να τις έχει φάει όλες αυτές;
- Δεν πιστεύω, ο τύπος είναι γνωστός ρομπέρτος!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπλαζέ, με ύφος γκόμενα που αποπαίρνει τους άντρες κι αυτοί γουστάρουν.

- Πως πήγε ο καφές με την Μαρία, Μητσάρα;
- Με έστειλε φίλε... Ψαγμένη και αυστηρή! Όλο μου την έλεγε
- Α... κατάλαβα! Αποπάρτα η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όπως τον γέννησε η μάνα του, ο γυμνός.

- Άσε μπήκε η μάνα του και μας έπιασε στα πράσα!
- Τι φάση; Ήσουνα τσάτσαλη;
- Ναι, και το βρακί στο πάτωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τοποθεσία Manhattan της Νέας Υόρκης. Υποδηλώνει άνθρωπο πιο πλούσιο και πιο γλεντζέ ακόμα και από τον μπρούκλη.

- Είδες ο Γιώργος; Δύο-δύο τις σαμπάνιες και βροχή το λέλουδο στην Έφη Σαρρή... Μανχάτας σου λέω... Άλλη κλάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.

Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.

Ανώνυμη μάνα:

Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Got a better definition? Add it!

Published

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Θρακιώτικης και δη σουφλιώτικης καταγωγής. Λέξη υποδηλούσα αυτόν που παίζει με τα «κουρ'τσούδια» (κορίτσια). Ο gay.

Τίγκα στους κουρτσουμπανάδες αυτό το μαγαζί...

Got a better definition? Add it!

Published