Further tags

  1. Ο Ιησούς Χριστός

  2. Κάποιος που η εμφάνισή του θυμίζει τον Ιησού Χριστό. Είναι αξύριστος, έχει μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πολύ πιθανό είναι παρθένος.

- Ρε μαλάκα... Πως κυκλοφορείς έτσι σα τον τζίζας; Περιμένεις να σταυρώσεις ποτέ γκόμενα έτσι; Κουρέψου ρε μαλάκα. Ξυρίσου. Έλεος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο που προσδίδεται στον εκάστοτε κακομοίρη που όλο τον πιάνουν κότσο, τον κοροϊδεύουν ή η μαύρη του η μοίρα του παίζει συνεχώς άσχημα παιχνίδια. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως και στην τηλεοπτική σατιρική σειρά «ΑΜΑΝ», ωστόσο η έμπνευση του είναι παλαιότερη. Εκ του κακομοίρης.

— Το πιστεύεις πως μέσα στην ίδια μέρα τον άφησε η γυναίκα του, έχασε το σκύλο του και τον απέλυσαν από τη δουλειά; — Ρε τον Κακομοίρογλου, ας μην του πω τότε καλύτερα πως έκλεψαν το αμάξι του που μου το είχε δανείσει.

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραποίηση της λέξης κουλός η οποία χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μειωμένες ικανότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ μοτοσυκλετιστών.

-Πού πάει μωρέ το κουλάδι μαζί με τους άλλους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα.

- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρωμάει έντονα.

-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)

Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).

Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο τσίφτης.

Πού 'σαι ρε μόρτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified