Further tags

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία προφανής:
Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με
χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.

-Ρε συ, τι κάνει το πανικοβλαμμένο; Πήγε για κατούρημα στις γυναικείες τουαλέτες;

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης είναι η γκόμενα η οποία έχει πολύ μεγάλο κώλο και (στις περισσότερες των περιπτώσεων) σέξι για τους αρσενικούς παρατηρητές.

- Πωπω ρε συ, κοίτα μια φακλάνα!
- Δεν θα με χάλαγε να την είχα για ένα βράδυ... Ωραία κορμοστασιά...

να τι λέει ο τζιμάκος για το τέρας  (από elias_petropoulos, 13/05/11)φακλανες λαμβανουν ευλογία από κενυάτη ιερέα στην παραλία (από parofilol, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνθρωπος που ασχολείται αρκετά με μη σημαντικά για αυτόν ή για τους άλλος ζητήματα. Είναι επίσης ο αυνάνας, αυτός που αυνανανίζεται πολύ συχνά, ο μαλάκας.

Φιάκας σαν λέξη χρησιμοποιείται στην Θεσσαλονίκη και εμπλέκει στον ορισμό του το «φιάσκο», ότι δηλαδή δεν είναι έμπιστος ή σοβαρός συν τις άλλοις.

- Ρε συ, δεν θα έρθει τελικά ο Πέτρος μαζί μας; Θα είναι τόσες γκόμενες!!
- Ε, τι να τον κάνεις... αφού είναι μεγάλος φιάκας, τον ξέρεις τώρα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έννοια. Λέγεται συνήθως για τον παίκτη ο οποίος δεν έχει καθόλου τεχνική κατάρτιση και παίζει στην ομάδα κυρίως λόγω των φυσικών προσόντων του (ύψος, τρέξιμο).

- Ρε Γιαννάκη, τι τσουρουκάς είναι αυτός ο ξένος που πήραμε;
- Ναι ρε συ, άσε, ούτε με υδραυλικό τιμόνι δεν στρίβει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.

Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και είναι συνώνυμο του «μαλάκα», «καταραμένε», «ηλίθιε».

-Τι'ν' τούτα που λες ωρέ ασίφταε, διαλέμπαμεσασου;

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ αδύνατη κοπέλα (βλ. στεγνό, κοκκαλοσακούλα κ.α.)

Αυτή για το μονό που μπορεί να κάνει είναι μεζές για σκύλους!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ αδύνατη κοπέλα, σε σημείο να φαίνονται τα κόκκαλά της. (βλ. στεγνό, μεζές για σκύλους κ.α)

- Αυτή είναι τόσο αδύνατη που έχει καταλήξει κοκκαλοσακούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κορίτσι το οποίο δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του (βλ. μεζές για σκύλους, κοκκαλοσακούλα, απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, κ.α.)

- Αυτό το στεγνό αν φυσήξει αέρας το πήρε και το σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified