Further tags

Η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος πηγαδιού. Αλλιώς και πηγαδομούνα.

-Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει του άντρες. Πηγάδω κανονική.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απιστία. Συνήθως το «φοράμε» στον ή στην σύζυγο ή σύντροφό μας.

-Την βλέπεις αυτή; Είναι η γυναίκα του κυρ-Λουκά. Αχ και να 'ξερε ο κακομοίρης τι κέρατο του 'χει φορέσει. Όταν αυτός λείπει για δουλειές δυο-δυο τους φέρνει τους αγαπητικούς στο σπίτι η αθεόφοβη. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν έχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής, συνηθέστατα επιθετικός, που δεν καταφέρνει να σκοράρει ακόμη και στις πιο εύκολες ευκαιρίες

-Τι χασογκόλης είναι αυτός ο Μαραντόνα! Πάλι στο δοκάρι την έστειλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ δυνατός, διαπεραστικός. Παράφραση του δριμύτερος. Συντάσσεται συχνά με το ρήμα επανέρχομαι.

Είναι πλέον λιγότερο αστείο απ' όσο νομίζουν αυτοί που το χρησιμοποιούν ακόμα.

— Τι έγινε; Σου διάλυσα το στρατό και λούφαξες.
— Θα δεις! Θα επανέλθω δημήτριος! Χα χα!
— ...
— Τι;
— Δεν ήταν αστείο...

(από xalikoutis, 29/11/08)(από patsis, 19/02/11)

Ακόμη: δριμύτρελος. Δες και μπαμπαδισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.

βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς

-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατώτερος, συνήθως ποιοτικά, ο δευτέρας διαλογής, ο λίγος.

Κοίτα κι εμάς τις δευτεράντζες κι ας μη μας αγαπάς. Μπορεί να μην έχουμε φεράρι, αλλά έχουμε παλαμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα, αλλά στο πιο προστακτικό.

- Δεν έβγαζα άκρη στο εργαστήριο και φώναξα τον ινστρούκτορα, μου 'πε δυο μαλακίες με ύφος υπεράνω κιέτς, δεν κατάλαβα τίποτα και το παράτησα. Άντε με το μαλάκα κι αυτόν...

Instructor-pwned. (από patsis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.

Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός

- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο -κατα-κόρον μπακούρης- που λυσσάει για γυναίκα, που του τρέχουν τα σάλια. Πολλές φορές παραμερίζει την αξιοπρέπειά του για χάρη του μουνιού. Συνήθως οι γυναίκες τον παίρνουν πρέφα και τον αποφεύγουν, αφήνοντάς τον για πάντα λιγούρι και μπακούρι. Δηλαδή μπαγούρι.

- Πού πα ρε, σαν το λιγούρι. Θα σε πάρει γραμμή και θα σε δουλεύει. Οι γυναίκες αγόρι μου θέλουν να τις γράφεις!

Βλ. και λιγούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος παρακμιακός και κατώτερο ον της κοινωνίας. Δουλειά του να δέρνει και να απειλεί. Συνήθως οπλοφορεί. Χαρακτηριστικά του: βρώμικο μούσι με φύλλα από τυρόπιτα, κιτρινισμένο από τη νικοτίνη, και ορισμένα σάπια δόντια. Ξεχωρίζει από τις χαρακιές στην μάπα από συμπλοκή με αναρχικούς.

Εισπράκτωρ του γνωστού κλαμπ σεξουαλικής διασκέδασης lolita.

Απ\' το ΑΜΑΝ, πολύ υποδεέστερο από την πραγματικότητα. (από Khan, 26/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified