Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.
(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).
Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.
(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουσιαστικός ορισμός του «τσέος» προέρχεται από το μπάτσος - μπατσέος - τσέος.
Χρησιμοποιείται:
- Ρε τελικά δεν μπορώ να σε πάω στο αεροδρόμιο το βράδυ.
- Έλα ρε μαλάκα... μην είσαι τσέος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχικά, κάτοικος των Σπάτων. Πλέον αναφέρεται σε τύπο που οδηγάει πειραγμένο αμάξι με σπόιλερ, αεροτομές, μπλάκ λάιτ και ηχοσύστημα το οποίο παίζει στη διαπασών σκυλάδικα. Αγαπημένα θέματα συζήτησης: το αυτοκίνητό του, κόντρες στη Βούτα, μπάλα, γκόμενες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον παρατηρήσεις ... εξάλλου, αυτός είναι ο σκοπός του.
Βλ. και κάγκουρας.
-... Άσε με μωρέ με το σπατάνι ...τι με νοιάζει εμένα πόσα άλογα πιάνει τ' αμάξι του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ατημέλητος τύπος. Βρωμιάρης, αλήτης.
Σιγά μην τα φτιάξω μ' αυτόν τον λερέτη... άσε που νομίζω ότι δεν πλένεται!!!
Από τη λέρα. Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σχετικός με τις αρκούδες, ο αρκουδιάρης, ο έχων μία ή περισσότερες αρκούδες.
Βασίλης Λεβέντης: «Αίσχος! Αρκουδέηδες! Αλητεία! Ποιός έκλεβε την ταμπακιέρα; ΕΓΩ;;»
Βλέπε και αρκουδέας.
Got a better definition? Add it!
Που προκαλεί το γέλωτα, ο γελοίος, ο καραγκιοζάκος της παρέας.
Τάκης: «Παιδιά κοιτάξτε, χοροπηδάω στο ένα πόδι και ρίχνω φάπες στο σβέρκο μου συγχρόνως!»
Ο Τάκης είναι γελωτοποιός.
Got a better definition? Add it!
Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.
Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;
Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.
Got a better definition? Add it!
Κουφός, κουφάλογο, βαρήκοος.
- Θα 'ρθεις;
- Ε;
- Θα 'ρθεις λέω;
- Ε;
- Είσαι λίγο κουφοτσόγκας, ε;
- Ε;
Got a better definition? Add it!
Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.
Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα, ψακομούνα
Got a better definition? Add it!
Άσχημη γυναίκα, μπάζο.
-Μία που ανοίγουν τα φώτα, μία που βλέπω τι μπαζούκας ήταν, και μία που την κάνω με ελαφρά!
Got a better definition? Add it!