Further tags

Ο Τιραμόλα είναι ήρωας κόμικ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα την δεκαετία του '70 και το σώμα του είναι από καουτσούκ ώστε να μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές.

Όταν λέμε κάποιον Τιραμόλα εννοούμε τον άνθρωπο με κορμί λάστιχο, που μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου. Επίσης, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια κίνηση, υπενθυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν είμαστε Τιραμόλα.

- Μπορείς να μου φτάσεις το τηλεκοντρόλ γιατί βαριέμαι να σηκωθώ;
- Ωχου! κι εγώ βαριέμαι είναι μακρυά, τι με πέρασες Τιραμόλα; Πάρε τα πόδια σου και πιάσ' το!

(από ο αυτοκτονημενος, 22/02/09)The phenomenon of deja vu (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, αυτός που πιστεύει ότι είναι ο θεός της μπάλας, ότι παίζει φοβερό ποδόσφαιρο. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το «Μαραντόνα» ή το «Ζιζού» (ή και οποιοδήποτε όνομα κορυφαίου ποδοσφαιριστή).

- Καλά, χθες που πήγαμε για 5x5, έβαλα ένα γκολ γαμάτο! Πέρασα 3 αμυντικούς και πριν καλά καλά καταλάβει τίποτα ο τερματοφύλακας, το κάρφωσα στη γωνία!
- Σώπα ρε Πελέ, και τι έχει να λέει αυτό... εγώ έχω βάλει καλύτερα γκολ.

Βλ. και σχετικά λήμματα: άμπαλος, ο και Ampalinho (Αμπαλίνιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε ποδοσφαιριστή, του οποίου το πλήρες όνομα είναι Antônio Augusto Ribeiro Reis Junio, ή απλά Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Το όνομα του χρησιμοποιείται όπως παλιότερα του Πελέ ή του Μαραντόνα. Δηλαδή ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο ζουνίνιο; Ο οποίος Ζουνίνιο έχει μετατρέψει τα χτυπήματα φάουλ σε χτυπήματα πέναλτι. Το έχει το παλουκάρι. Επίσης όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι είναι θρήσκοι, έτσι και αυτός προτού χτυπήσει τα φάουλ πέναλτι, φιλάει την μπάλα, κάνει το σταυρό του, και εκτελεί.

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται από γνώστες του σπορ, αλλά το ωραίο είναι ότι χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για να χαρακτηρίσει κάποιον ως γαμαωδέρνουλα σε όλους τους τομείς. Όπως παλιότερα ο Λοσάντα (στη μπάντα στη μπάντα, περνάει ο Λοσάντα, ένα πράμα). Σε αυτό συντελεί το κωμικό της λέξης. Για την ιστορία, το όνομα φανερώνει καταγωγή από το Περναμπούκο, επαρχία της Βραζιλίας.

  1. - Τι έγινε με το δάνειο;
    - Πού να σου τα λέω... Μπαίνω στην τράπεζα, στο γραφείο του υποδιευθυντή, με το σεις και με το σας, με είχανε. Πόσα θέλετε ρωτάνε, ντάκα ντάκα...
    - Ίσα ρε... ο περναμπουκάνο είσαι; Μας δουλεύεις; Εδώ έχουν κλείσει οι στρόφιγγες, κι εσύ μας λες ότι σε ρώτησαν κιόλας;
    - Ναι σου λέω, περιμένουμε την έγκριση.
    - Έτσι πες μου, όχι ότι σου τα μετρήσανε κιόλας!

  2. - Και που λες, χθες με το που μπήκα στο μπαράκι μου την πέφτουν δυο μουνάκια. Ένα 22 χρονών και το άλλο 23, το σύνολο 45. Και τους λέω, ήρεμα ρε παιδιά. Θα με φάτε....
    - Ο περναμπουκάνο είσαι ρε μπούστη; Έλειπα δηλαδή μια μέρα κι έπιασες το ποτιστήρι; Την άδεια μου την πήρες ρε τελειωμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μια διαφήμιση της σοκολάτας- πραλίνας Μερέντα, στα '80ς, πάνω ακριβώς στα ντουζένια του ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα, υπήρχε η εξής σκηνή:

Ένα παιδάκι, που πριν είχε ψοφιμίλα, μόλις έτρωγε Μερέντα ξαναζωντάνευε, έμπαινε στον ποδοσφαιρικό αγώνα κι άρχιζε να ρίχνει τα γκολίδια πέντε - πέντε. Οι συμμαθητές του τον κοιτούσαν απορητικά και αναρωτιούνταν: «Μα ποιος είσαι; Ο Μαραντόνα;». Κι αυτός είχε έτοιμη την πληρωμένη απάντηση: «Όχι ο Μερεντόνα».

Η διαφήμιση ήταν τόσο μα τόσο γελοία, ώστε έκτοτε σλανγκίστηκε (για τους μεγαλύτερους) η ατάκα: «Ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;». Με ελληνοπρεπή κατάληξη σε -ας για αποτελεσματικότερη σλανγκική αίσθηση.

Συνώνυμα: ανοξείδωτος, αλκαλικός, τρισδιάστατος, υπερατλαντικός, υπερπόντιος, και τα λοιπά της λίστας μεγάλε.

Μεγάλε πέντε πέντε τα ανεβάζεις τα λήμματα! Ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς των '80s. Σημαίνει κάποιος που βρίσκει απίθανες λύσεις και τεχνάσματα για κάποιο πρόβλημα.

  1. Πώπω χαμός από καλώδια εδώ πέρα... Μόνο ο Μαγκάιβερ βρίσκει άκρη!

  2. Πσσσσς... Πώς τα κατάφερες ρε μαγκάιβερ;;

Νήσος Σάμος, ή, κατά Google, Μαγκάιβερ. Χακεριά στο google maps. (από patsis, 07/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified