Selected tags

Further tags

Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.

Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.

  1. σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

  2. Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D

  3. axxxuuu to... i kollitumpa m.

(Από διάφορα σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεία του, καβάλα σε καναπέδες, έχουν γράψει ιστορία πολλές παρέες, συχνότατα μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες όπου λαμβάνουν χώρα ποδοσφαιρικά κι άλλα πρωταθλήματα, διαγωνισμοί της Eurovision, εκλογικά αποτελέσματα, εγκληματικά αποκτημένες ταινίες αλλά κι όποτε άλλοτε κάτι φέρνει πιο κοντά.

Βολικό· δεν χρειάζεται να πλυθεί σχεδόν τίποτε μετά, αφού «η κότα, η πίτσα κι η γυναίκα θέλουν χέρι», συχνά ρεφενέ, με χρόνο προετοιμασίας ένα τηλέφωνο κι ένα μισάωρο, έχει μεν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως τον κοντινότερο στην παράδοση συνδυασμό ούζου – μεζέ, αλλά δίνει δουλειά σε πολλούς πιτσαδόρους που νιώθουν κάτω από παντελόνι και ..σκελέα πως το δίπλωμα δίτροχου είναι, φευ, αποδοτικότερο του μεταπτυχιακού.

Αν και δύναται να προσφέρει τεράστια γευστική ποικιλία ανάλογα με τα γούστα, σαφώς ο συνδυασμός χορτοφαγική με μοναστηριακή υπολείπεται τραγικά τού απ’ όλα με οποιαδήποτε ξανθιά.

Για την ώρα ελάχιστοι έχουν προβληματιστεί αν το περιεχόμενο λουκάνικο παλιά χλιμίντριζε.

Με μόνο σκοπό την πληρότητα ενός πικάντικου menu, να πληροφορήσω πως η αβέβαιη ετυμολογία της ιταλικής «pizza» από το ελληνικό «πίττα» έχει πολλά ερείσματα, ενώ η «μπύρα» μας ήρθε από το βενετσιάνικο «bira» κι αυτό απ’ το γερμανικό «Bier».

Σαφώς σπανιότερα σερβίρεται και το «πιτσόμπιρο».

1. Πώς σας αρέσει να παίρνετε μάτι τον Θρύλο; Άλλοι με πιτσόμπυρο, άλλοι με βουντού και μόνοι, άλλοι με παρέα γένους θηλυκού να τους σπάει τα παπάρια με το οφσάιντ, άλλοι να ασφαλίζουν το σπίτι κα να αυτοσυγκεντρώνονται...

2. Για να καταλάβεις μαντάμ ΑΚΡΙΒΩΣ τι πιστεύει για τη μόδα ο οπαδός, κάνε αυτό το πείραμα. Κουραστική μέρα στη δουλειά τέλος και γυρνάει το αρρωστάκι σπίτι το βράδυ. Παραγγέλνει τηλεφωνικά το πιτσόμπυρο, βάζει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και βλέπει με το στόμα ανοιχτό το παιχνίδι μπάσκετ της ομαδάρας του. Εσύ περνάς μια, δυο, τρεις φορές μπροστά απ την τηλεόραση και στο τέλος κάθεσαι μπροστά της (κόβοντας τον Μπατίστ στο κάρφωμα) και του λες:
“Κοίτα αγάπη, αγόρασα αυτό το τζιν σήμερα στις εκπτώσεις. Απ τη «γραμμή» του μπορείς να καταλάβεις ότι είναι ARMANI;”
Σου κόβω στοίχημα μαντάμ, ότι θα στο σκίσει το ΑRΜΑΝΙ ο ΠΑΝΑΘΑΣ

3. Pro evolution πρωταθληματάκια με πιτσόμπιρο από 8 βράδυ μέχρι 8 το πρωί!! α, και το Ninja Gaiden στο χρονόμετρο του παιχνιδιού έχει γράψει 62 ώρες αλλά για να βγάλεις τα bosses σου έβγαινε η ψυχή . οπότε υπολογίζω να μου έχει φάει περίπου 90-100 ώρες καθαρού gaming.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από sstteffannoss, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος πληρωμής παρέας με ρεφενέ... όλοι πληρώνουν τα δικά τους.

Πάμε για μεζεδάκι και τσιπουράκι; Θα ξηγηθούμε γερμανικό όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.

Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.

- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.

Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.

- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι αστεία για πούστηδες γενικά κι' αόριστα, ούτε και ύπουλα ή μοχθηρά αστεία, όπως ίσως θα προϊδέαζε το αργκοπρόθημα πουστο-, αλλά: είδος χαβαλέ σε αντροπαρέα στρέηδων που εκδηλώνεται με παιγνιώδη θηλυπρέπεια ή γενικότερα με προσβολή του ανδρισμού μελών της παρέας. Μ' άλλα λόγια, αντρίλες που γίνονται συνειδητά και για πλάκα.

Τα πουστοαστεία είναι συχνό μοτίβο στις αντροπαρέες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κρυφοαδερφές –αν και θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι όταν πρόκειται για το συχνότερο μοτίβο χαβαλέ στην παρέα, τότε η παρέα θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα λόγω αναπάντεχης διείσδυσης πάνω σε κάποιο μεθύσι δίχως αύριο.

Συνήθως πάντως, τα πουστοαστεία, πέρ' απ' την απλή πλάκα, εξυπηρετούν βασικές ανάγκες, όπως (α) η ανάγκη εξοικείωσης με το άγνωστο που σκανδαλίζει (σε φάση, το μαύρο χιούμορ εξοικειώνει με το θάνατο), (β) η ανάγκη να ταπώσουμε τον φίλο που χθες έχυσε κώλο ενώ εμείς τη χαρτοπετσέτα (ώ ναί: είναι ανησυχητικά πολλοί αυτοί που τον παίζουν πάνω απ' τη χαρτοπετσέτα να περιμένει... η δικαιολογία: «ε τί ρε; να τα κάνω όλα μουνί;»...), (γ) η ανάγκη απλά να τσιγκλήσουμε και να έρθουμε στα χέρια με ένα φίλο χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος έξω απ' τα τσαμπουκοντουζένια της ηλικίας. Τέτοιες ανάγκες.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες που τέτοιες ανάγκες λίγο-πολύ εκλείπουν, τα πουστοαστεία είτε εκλείπουν κι' αυτά, ή γίνονται εισμνήμιν του παλιού καλού και ξέγνοιαστου καιρού.

Από την όποια εμπειρία μου, να πω ακόμη ότι τα πουστοαστεία δεν είναι βέβαια καθόλου ελληνική πατέντα. Μόνο η λέξη είναι, την οποία όμως και δεν βρίσκω πουθενά στο διαδίκτυο, και μπαίνω στον πειρασμό να το παίξω επαρχιώτης και να πω ότι πρόκειται για εντελώς δικό μου σαλονικιό νεολογισμό... Αλλά δυστυχώς, την κουβέντα την έχω ακούσει αρκετά ώστε να ξέρω ότι παίζει. Είναι άλλωστε κι' αυτή ευκολάκι.

- Έπ! Έλα ρε μαλάκα Μάκης, πού ησουν χθές, και σού 'χα φέρει και μωρά απ' τη σχολή και δέ μπορούσα να τα κουμαντάρω μόνος;
- Όχι ρε σύ! μαλακία... τσκ... Πέρασα απο Λάκη ρε, στο γραφείο, μάζεψε τους δικούς του, Τάκη, Σάκη, Πάκη, ξές, και θα παίζαμε Χόν μέχρι να πεθάνουμε, δίκτυο κι' έτσι έχει εκεί βασικά.
- Ε ωραία ρε, σκατοκυρίλα... Καλά ητανε;
- Ντάξ... όλα καλά βασικά, μέχρι που άρχισαν τα πουστοαστεία τους να πούμε, και όχι «όλο εγώ παω μπότομ ρε κορίτσια, πώς την έχετε δεί», και όχι «καλε αυτός ειναι ήδη λέβελ έξι, θα μας πισωκολλάει αόρατα», και όχι «άλλο πράμα πάντως να το παίζουμ' ο καθένας απ' το σπίτι κι' αλλο η λάιβ πεντούζα», και όχι «βάλε μας κι' ένα ward εκεί που δε βλέπει ο ήλιος» και –Α ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!... τους σιχάθηκε το μουνί μου να πούμε...
- Αχ πές μου κι' άλλα!...
- Θα σ' τα γρατζουνήσω αργότερα στη πλάτη, αγόρι...
- ...
- ...Και γιά πές, τα μωρά θα σκάσουνε και σήμερα;...
- Ε ναί, στάνταρ! Κάτσ' πάρω κανα τηλέφωνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιο έδεσμα είναι τόσο καλό που δε θες να το μοιραστείς με κανέναν.

- Πώς σας φάνηκε το τιραμισού;
- Να τρώει ο Λυριτζής και στον Οικονόμου να μη δίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη να γυρνάει, εννοείται «το τσιγάρο στην παρέα».

Από τις πιο κλασικές μπαφοκουβέντες, απευθύνεται σε άτομα που απ' τη χασισολογοδιάρροια, τη μαστούρα, ή απλά από κουτοπονηριά, κροκοδειλιάζουν, καβατζώνουν το τσιγάρο και δεν το περνάνε στον επόμενο, ως είθισται, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Η φράση είναι τόσο διαδομένη που θα την ακούσεις συχνά και μακριά από χασίσια, μεταφορικά, σε καταστάσεις που κάποιος διεκδικεί ετσιθελικά τη μερίδα του λέοντος.

  1. Μια φορά σταμάτησα την παράσταση γιατί κάποιος κάπνιζε μπάφο Του είπα- να γυρίζει φίλε - κι η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά (από τουίτερ)

  2. «Να γυρνάει ρε να γυρνάει όχι όλο δικό σου είμαστε τόσοι εσύ το έσκασες». Μια τζούρα και το μυαλό σου έφυγε για μια στιγμή.. (από ιστολόι)

  3. Έλα να γυρίζει ρε φίλε να την ακούσουμε & εμεις (από τουίτερ)

  4. - Στην υγειά μου ...
    - Σού'χω πει να γυρνάει ρε παρτάκια.
    (από φόρουμ)

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα του κόσμου του θεάτρου και σημαίνει ότι τα μέλη ενός θιάσου έχουν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους στην πραγματική ζωή με ευεργετική επίδραση και για το πώς συνεργάζονται για την παράσταση.

Η συνηθέστερη κλισεδιάρικη φράση είναι «κάνουμε καλό καμαρίνι κι αυτό βγαίνει στην σκηνή», ή κάποια παρόμοια (βλέπε παραδείγματα), η οποία όμως όταν λέγεται ως απάντηση σε πρωινατζούδες βγάζει μια ξανθεμετική μικροαστίλα και έναν πολύ έντονο ναρκισσισμό τύπου «χαιρόμαστε που όλοι εμείς τα σελεμπριτόνια περνάμε τόσο καλά μεταξύ μας και αυτό περνάει και σε εσάς που μας θαυμάζετε». Συναφής φράση το «περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει στον κόσμο». Η κινηματογραφική ή τηλεοπτική εκδοχή είναι «περνάμε υπέροχα/ τέλεια στα γυρίσματα και αυτό βγαίνει στον κόσμο».

Παρόμοιες φράσεις μπορούν να λεχθούν και ευρύτερα όταν μια ομάδα έχει συναίσθηση ότι αποτελεί τρελό παρεάκι και περνάει τόσο καλά, ώστε μεταδίδει το καλό μουντ (τ. αξίζω) και την ωραία ατμόσφαιρα και στους θεατές της, εννοείται με (αυτο)ειρωνική διάθεση.

  1. - Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στην σκηνή!
    Καλά μιλάμε, τα μέλη του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος, πρέπει να περνάνε πολύ καλά στα παρασκήνια. Φαίνεται αυτό, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα! Εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας αυτό το περίσσευμα αγάπης, η στοργή, η τρυφερότητα, τα βαθιά φιλικά αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον:
    - Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο (σου)!
    Περνάνε καλά στα καμαρίνια τα παιδιά… Κι αυτό βγαίνει στη σκηνή… Βγαίνει επίσης και στη μικρή οθόνη. Ξέρετε, το κλασικό το πλάνο που μπαίνουν ένας – ένας για υπουργικό συμβούλιο. Η κάμερα είναι τώρα… που να σου πω… πως κάνουμε το σταυρό με το δεξί το χεράκι; Καμία σχέση! Έξω αριστερά. Και περνάει ο θίασος να μπει μέσα. Και τη βλέπεις, αγάπη μου, την ξινίλα! Το βλέπεις το μάτι το στριτζωμένο, το κολλημένο χαμόγελο – η χαρά του συρραπτικού. Βλέπεις πως καρφώνουν το βλέμμα στην πλάτη του μπροστινού. Αυτό δεν είναι βλέμμα… Αυτό είναι «ένα μικρό μικρό μαχαίρι» που έλεγε κι ο Λόρκα – μια που μιλάμε για θέατρο… (Όχι κύριοι υπουργοί, ο Λόρκα δεν πήρε μεταγραφή στον Πανιώνιο, συγγραφέας ήτανε, τίποτα σπουδαίο, μην θορυβείστε)…

- Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στη σκηνή!

Η Μπιρμπίλη σκοτωμένη με τον Ρέππα και τον Ραγκούση. Ο Ραγκούσης με τον δόλιο τον Ντόλιο. Ο Διαμαντίδης με τον Βλάχο. Οι Χρυσοχοΐδης με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπουτσής με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπαϊωάννου με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Καστανίδης δεν θυμάμαι. Ο Πάγκαλος με το σύμπαν: Όσους τα φάγανε κι όσους τα φτύσανε. (Εδώ).

  1. (Κυριολεκτική χρήση εδώ)

«Περνάμε καλά στα καμαρίνια και αυτό βγαίνει και προς τα έξω». Αυτή είναι μια κλισέ φράση που χρησιμοποιούν συχνά οι ηθοποιοί. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως φαίνεται να ισχύει, αφού και το καμαρίνι παίζει το ρόλο του… [...] Δεν είναι όμως ένα καμαρίνι σαν όλα τα άλλα… Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Αργύρης Αγγέλου, είναι: «Το ωραιότερο θερινό καμαρίνι!». Μεγάλο, ανοιχτό, καθαρό και γεμάτο αφίσες από ταινίες του Hollywood. Πώς να μη σου φτιάξει τη διάθεση προτού βγεις στη σκηνή, λοιπόν;

  1. Στις πρόβες περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει προς τα έξω και το εισπράττει ο κόσμος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified