Selected tags

Further tags

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.

Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.

  1. Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.

  2. Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τάγκα (και τα λοιπά στρινγκοειδή) για τον μπάρμπα ηλικίας 50+.

Έτσι το έχει πιάσει (ίσως επηρεασμένος και από την αντίστοιχη έννοια στα μηχανοκίνητα http://en.wikipedia.org/wiki/Targa_top).

- Κούκλα μου τι τάργκα είναι αυτό που φοράς! Έλα να σε καθίσω λίγο στα γόνατα να σε παίξω...
- Άντε χάσου πορνόγερε.
- Εσύ χάνεις ...........................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερομπαμπαδισμός των εβδομήνταζ για την τηλεόραση. Ίδιας κοπής με τα κουτί και χαζοκούτι. Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από όσους απαρνούνταν το (τότε) νέο αυτό υλικό αγαθό.

Είναι το ίδιο (αλλά επί το υποτιμητικότερον) με τη λέξη «τιβί» (ενν. από το αγγλικό t/v).

Βραδια που γυρναω σπανια βλεπω τουβου.Εβλεπα τα ''Υπεροχα πλασματα'' και Singles αλλα και παλι το χω ριξει στις ταινιες και τα χανω.Το πρωι που ξυπναω ανοιγω τουβου και πινω καφε αλλα μετα διαβασμα και παλι δεν παρακολουθω.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικη έκφραση που δηλώνει ότι άλλα λέγαμε, άλλα πιστεύαμε, κι άλλα μας ήρθαν.

Π.χ. «Είπαμε να πάμε τον Αύγουστο στο Καλαμίτσι για να αποφύγουμε τον πολύ κόσμο. Εσύ είσαι που το λες;» σημαίνει ότι πιστεύαμε πως τον Αύγουστο θα είχε λιγότερο κόσμο στο Καλαμίτσι, αλλά είχε περισσότερο κι από τον Ιούλιο.

  1. Νόμιζα ότι η Γεωργία ήταν παρθένα. Εσύ είσαι που το λες; Χθες πηδηχτήκαμε κι έγινε χαμός στο πίσωμα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

  2. Πήγα στο ΚΕΠ για να τελειώνω γρήγορα. Εσύ είσαι που το λες; Μια ουρά ένα χιλιόμετρο. Έφυγα πάραυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλγεβρικό σύμβολο, κατά το οποίο το μι τίθεται εις τη νιοστή δύναμη. Πρόκειται απλώς για το γνωστό μας «μουνί», που έτσι έχει άλλη μια ευκαιρία να δηλωθεί γραφικά και υπαινικτικά στον επίσημο λόγο, χωρίς να ξεσηκώσει αντιδράσεις.

Έλα όμως που ξεσήκωσε! Ναι μεν ο όρος υπήρχε ανέκαθεν (από τα χρόνια των πατεράδων / παππούδων μας, ή κι απ' όταν οι Άραβες ανακάλυψαν την Άλγεβρα), όμως έγινε της μόδας από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη, που βιογράφησε τον βίο και πολιτεία πολλών διάσημων «μι εις τη νιοστή» της Ιστορίας και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών.

Ο γελοιογράφος ΚΥΡ εφηύρε την έκφραση «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι», και την παρέστησε ως εξής:

Μετά την αντίδραση στο βιβλίο του Ανδρουλάκη, το παπαδαριό κάνει πραξικόπημα και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς χριστιανοταλιμπάν, με σκοπό την απαγόρευση του άσεμνου βιβλίου. Τότε οι υποστηρικτές του μι εις τη νιοστή εγκλείονται σε καράβι, που τους οδηγεί προς τη Μακρόνησο ως τόπο εξορίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι».

(Εντάξει, λίγο Σεφερλή θυμίζει, αλλά τό 'πε ο πολύς ΚΥΡ, δεν φταίω εγώ!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.

- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μαύρη ζώνη στο καράτε.

Μπορεί και σε άλλη πολεμική τέχνη όπως στο ταεκβοντό, στο τζούντο και γενικά όπου χρησιμοποιούν το σύστημα με τις ζώνες. Μπορεί καταχρηστικά να χαρακτηρίσουμε έτσι και κάποιον δυνατό που σφύζει από υγεία. Το θηλυκό μαυροζωνού θα μπορούσε να ειπωθεί.

Απαντάτε σίγουρα από τα 80ies.

-Πως πάμε από υγεία; Καλά;

-Ταύρος, μαυροζωνάς!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published