Selected tags

Further tags

(Πάτρα - Ιόνιο) : Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, καταστρέφομαι, χάνω το παιχνίδι, μου καταγιγνώσκεται ποινή (δικαστική, πειθαρχική ή γκολ).

Συνώνυμα : Τρώω πούτσα / καβλί / ψωλιά (μεταφορικώς) / τον ήπια κ.τ.λ.

  1. Μήτσο! Στείλε γρήγορα τα χαρτιά στο λογιστή, μη φάμε κανά παστέλι από την εφορία.
  2. Η ΑΕΚ έφαγε τρία παστέλια χτές απ' το γαύρο.
  3. Άσε, τρία χρόνια παντρεμένος με την Ουρανία, έχω φάει τρελό παστέλι. Μου' χει ψήσει το ψάρι στα χείλη η κουφάλα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γάμα και τρία ή περισσότερα όμικρον στο όχι. Για έμφαση στη γάργαρη κακεντρέχεια, την εκδικητικότητα και την ανεπαίσθητη απειλή που αναβλύζει η φράση ντε.

Σημασία: Γνωρίζω τι θέλεις από τη ζωή σου και σε ενημερώνω με μεγάλη και σιχαμερή χαρά μου ότι δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Όσο περισσότερα όμικρον στο όχι, τόσο μεγαλύτερη η ήττα για το θύμα και η χαρά για το καθίκι που μιλάει. Μπορεί η μοίρα του θύματος ή της έκβασης των γεγονότων να είναι στα χέρια μου την στιγμή αυτή και δηλώνω ότι δεν θα του κάνω τη χάρη επειδή μπορώ, ή μπορεί απλά να έχω στη διάθεσή μου επιπλέον στοιχεία, οπότε γνωρίζω και ανακοινώνω με αυτό το γλαφυρό και καθαρματικό τρόπο τα νέα.

Για επίταση, λες και δεν έφτανε που σου γαμάω την ψυχολογία, σε βρίζω κιόλας λέγοντάς σε καργιολάκι, γεγονός που σηματοδοτεί α) την προκλητικότητα της ανακοίνωσης (αυτό που θες δεν θα γίνει και πόσο το φχαριστιέμαι και για να ξέρεις, σου ρίχνω και χαριστική βολή και σε λέω και καργιολάκι χα χα) β) την ευθύνη που επισύρεται στο θύμα (αυτό που θες δε θα γίνει, τι περίμενες τέτοιο καργιολάκι που είσαι και καλά να πάθεις).

Οδηγώ, τουμπανογκομενάκι έχει stop , σταματάω και το αφήνω να περάσει, πάει να χωθεί και η άλλη η σαύρα από πίσω... Όοοοοοοχι καρΓιολακι, εσύ θα περιμένεις! - (είπε)

Διαβασμα; Τι ειναι διαβασμα; Τι εννοεις εχω εξεταστικη;; Οχι καργιολακι, εγω θα φτιαξω λεμονοπιτα. (είπε)

Ερχεται η αλλη εγκυος στο λεωφορειο κ μου λεει να κατσειιι... Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχχιιι καριολακι οταν γαμιοσουν ηταν καλα ε? #kargiolaki (είπε)

-Μα αφου ειμαι η Κοντσιτα!
-Οοοοοοχι καργιολακι θα ξυριστεις, εδω ειναι στρατος! #kargiolaki(είπε)

Ως ατάκα ξεκίνησε να καθιερώνεται κάπου στα μέσα του 2014 κι έγινε συνήθεια στα στέκια κοινωνικής δικτύωσης, σε σημείο εθισμού για μερικούς, έγινε σελίδα στο φβ, κι άλλη, κι άλλη, έγινε τραγούδι, έγινε meme, το καθετί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο λήμμα έχει προφανές έτυμον από το αριθμητικό τρία και το ουσιαστικό μπάλα, και έχει διττή σλανγκίζουσα σημασία:

Α) Το σκορ σε ποδοσφαιρικό αγώνα που έχει ανέλθει ως προς την νικήτρια ομάδα στα τρία γκολ.

Β) Το Γαλλικό μπιλιάρδο που παίζεται με τρεις μπάλες και το σκορ καταγράφει τις καραμπόλες αυτών. Μετά από κάθε καραμπόλα ο παίκτης την σημειώνει σε ένα ιδιότυπο επιτοίχιο μετρητή ομοιάζοντα ως παιδικό αριθμητήριο, μετακινώντας κάθε φορά μια πεπλατυσμένη μπαλίτσα (ή μάρκα) εκ δεξιών προς τα αριστερά, καταγράφοντας έτσι το σύνολο των καραμπόλων.

Α. ... φετος ειναι φετος.θα παθαιτε οπως παθατε και χθες.υποτημησατε τους τουρκους να το τριμπαλο.προσεξτε μην παθετε την κυριακη το ιδιο με την υπεροψια σας.και βλεπω απο δευτερα το πρωι καρτα ανεργιας ο τενκατε και να φυγουν παιχτες σας.δεν ειπα οτι θα ειστε ευκολος αντιπαλος απλα μην κανετε το ιδιο λαθος που κανατε εχθες και φατε κανενα τριμπαλο και απο εμας..

από ένα εκ των απείρων ποδοσφαιρικών ιστοσελίδων -έχω αφήσει άθικτη την ορθογραφία του συντάκτου

Β: ...τώρα όσο για το μπιλιάρδο που το ξέρω πιο καλά -αν κ το σνούκερ (εγώ σνούκερ ξέρω αυτό που παίζεται στην Αγγλία κ είναι διαφορετικό-σε μεγαλύτερο τραπέζι- από το αμερικάνικο κ ποιο καλό κατά τη γνώμη μου)έχει μεγάλο ενδιαφέρον-ψηφίζω καραμπόλες(γαλλικό) ή τριμπαλο,όπως το είπε ο Πάνος (πιστεύω να εννοεί αυτό)...αυτά...κ περιμένουμε την
ημέρα ποίησης...;-)

... από κάποιο μπλογκ.

ετοιμος για καραμπολα (από perkins, 12/09/10)γαλλικο.... μπιλιαρδο (από perkins, 12/09/10)τριμπαλο έριξε η Σκόντα. (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.

ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τελειώνω (κάποιον), τελειωμένος

Α. Τελειώνω κάποιον θα πει τον εκμηδενίζω, τον νικώ.
Ο σλανγκισμός συνίσταται στο ότι εδώ το ρ. τελειώνω αναφέρεται σε ανθρώπους και όχι σε πράγματα ή ενέργειες, π.χ. τελειώνω το γραπτό, το μαγείρεμα, τελειώνω.

Β. Τελειωμένος είναι ο λούζερ, το καμένο χαρτί.


Πίτσα Παπαδοπούλου - Με τελείωσες

♪♫ Με τελείωσες κι ας γινόμουνα για σένα μια ζωή θυσία
με τελείωσες κι έγινε η αγάπη ψέμα και υποκρισία... ♪♫


  1. Οι έξυπνες πριγκίπισσες δεν πιστεύουν στα παραμύθια.. δεν είσαι ο πρίγκιπας μου πια. Τα έσπασες όλα. Τα γάμισες τη μάνα. Με τελειωσες. ΕΔΩ

  2. Κωνσταντοπούλου σε Φίλη: «Εδώ και μήνες μου έχετε πει "Θα σε τελειώσουμε"». ΕΔΩ

  3. Παν. Λαφαζάνης: Ή θα τελειώσουμε με τα μνημόνια ή αυτά θα τελειώσουν τη χώρα -Αν χρειαστεί θα βγούμε από την Ευρωζώνη. ΕΔΩ

  4. Εμφυλιοπολεμική δήλωση Τσίπρα: «Στις 20 Σεπτέμβρη ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». ΕΔΩ

  5. Ένας τελειωμένος σχεδόν κωλόγερος είμαι παλαιός οραματιστής τώρα κανένα όραμα η μάνα μου μερικές φορές ήρθε στον ύπνο-ξύπνιο μου λυπημένη. ΕΔΩ

Πρβλ. και τελειωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το loser (χαμένος) και το user (χρήστης).
Χρησιμοποιείται για κάποιον ανίκανο...

- Καλά ρε αυτός ο Ρούλης, πόσο πιο luser πια;
- Γιατί τ λες αυτό;
- Χθες έπιασε μια α' εθνικής, και αντί να τν ρίξει αμέσως, άρχισε ν τσ μιλάει για τη συλλογή του με τ γραμματόσημα!!
- LOL =]

Χρήστης Ελ. (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός (συνήθως) αγώνας, με πολύ μεγάλη υπεροχή μιας ομάδας έναντι της άλλης.

- Καλά, η ΑΕΚ έσκισε, νίκησε για πλάκα 4-0 τον ΟΦΗ!
- Τσόντα όμως, έτσι;

Βλ. και πορνό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified