Selected tags

Further tags

Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.

- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου κάνει ιδιαίτερα, μου αρέσει πολύ, συμφωνώ κι επαυξάνω, (απο)δέχομαι, καρα-εγκρίνω, ακριβώς όπως εκδηλώνονται όλ' αυτά όταν πάω σε ένα κατάστημα και τελικά αγοράζω κάτι.

- Ουάου! Καινούργιο το εργαλείο;
- Εγκρίνεις;
- Αγοράζω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεβαστό ποσό χρημάτων που ο ιδιοκτήτης απαιτεί μαύρα πριν από την κατάρτιση της μίσθωσης καταστήματος. Στα ένδοξα χρόνια του ελληνικού υπαρκτού σοσιαλισμού και στις αρχές της 10ετίας του 1990, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις γνώριζαν άνθιση και τα καταστήματα προς ενοικίαση είχαν μεγάλη ζήτηση, ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική. Σήμερα αμφιβάλλω αν διατηρείται πουθενά. Πιθανά, ίσως, στους πολύ κεντρικούς δρόμους μεγάλης εμπορικότητας Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

-Και πόσο είναι το ενοίκιο;
-200.000 δρχ. το μήνα και 2.500.000 αέρα.
-Ωραία, τον αέρα θα τον πληρώσω με επιταγή.
-Τι λε ρε φίλε, έχει κι άλλα έξυπνα παιδιά η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει σύντομα και περιεκτικά, οποιοδήποτε ζαβό προϊόν, υπηρεσία ή τέλος πάντων ιδέα που ήρθε στο κεφάλι κάποιου και υπόσχεται σούπερ-ντούπερ, γκραν γαμάω βελτιωμένη απόδοση σε σχέση με αντίστοιχο συμβατικό ή την κάλυψη ανάγκης εκεί όπου δεν υπήρχε προϊόν.

Εναλλακτικά, η φράση χρησιμοποιείται για να κάψει κάτι υπάρχον στο υπερβολικό του άμα τε και στο σουρεαλιστικό του.

Η φράση προέρχεται φυσικά από τα αντίστοιχα σποτάκια της εκπομπής Α.Μ.Α.Ν., τα οποία είναι εμπνευσμένα από τις μεταμεσονύκτιες εκπομπές Τηλεμάρκετινγκ, οι οποίες πουλάνε ό,τι παπαριά μπορεί να κατεβάσει ο νους του ανθρώπου και είναι ταυτόχρονα και περιέργως, εξαιρετικά εθιστικές. Τα σποτ προϊόντων στις εκπομπές αυτές έχουν δύο διακριτές φάσεις:

  1. «Εισαγωγή» που δείχνει διάφορα τυπάκια με ανάλογο ύφος από την υπερπροσπάθεια να κάνουν μια απλή δουλειά με ένα «συμβατικό» προϊόν και να τα κάνουν σαν τα μούτρα τους. Το γεγονός ότι οι βλαμμένοι είναι επίτηδες τόσο άχρηστοι, προφανώς στοχεύει στην δημιουργία αρνητικής γνώμης για το συμβατικό προϊόν και προετοιμασία για την Φάση 2, π.χ. η ηλίθια η οποία πάει να ξυρίσει τα πόδια της σαν να τσαπίζει αγριόχορτα και καταντάει σαν τον τύπο στο Airplane 2.

  2. «Λύση – Το Προϊόν», η οποία δείχνει αφενός τους προηγούμενους βλαμμένους σε Νιρβάνα Μεγατόνων αφού χρησιμοποιούν το Προϊόν. Μαζί με αυτούς και οι παρουσιαστές των εκπομπών αυτών και ειδικά οι Αμερικλάνοι, οι οποίοι είναι μονίμως σε οργασμική αφασία και, με φάτσα απίστευτης έκπληξης του τύπου «πώς-ζούσα-χωρίς-αυτό», αναδεικνύουν τα παμμέγιστα προτερήματα του Προϊόντος.

Στα προχώ τηλεσοπάδικα, περιλαμβάνεται και ζωντανή επίδειξη του Προϊόντος με κοινό.

Το θέμα της εθιστικότητας των εκπομπών Τηλεμάρκετινγκ έχει φυσικά εξετασθεί ενδελεχώς από τον Μαστοροκομάντορα των θεωριών συνομωσίας Λιακό στους 1459 τόμους του σχετικού έπους του: «Οι πράκτορες των Νεφελίμ ζουν ανάμεσα μας ως παρουσιαστές Τηλεμάρκετινγκ, αγιούτε γειτόνοι αγιούτε Χριστιανοί, σηκωθείτε από κρεβάτια, καναπέδες, ντιβανοκασέλες, γιατί όταν οι άλλοι τρώγαν βαλανίδια, καιρός (γαρ) φέρνει τα λάχανα.» - Αν παραγγείλετε τώρα, δώρο 3 Ελοχίμ, ένας λεμονοστύφτης / αναπτήρας / DVD Player και μια ντουζίνα Νεφελίμ βιολογικής καλλιέργειας.

Παρεμπίπταμπλυ, ο Λιακό είναι μοναδικό φαινόμενο Blitzkrieg Telemarketing, καθώς σπρώχνει τα «προϊόντα» του μέσω όλων των Καναλιών Πώλησης: Κατάστημα, Τηλεόραση, Internet. Απλά the best (εκτός φυσικά από τον Τσακ, μεγάλη η χάρη του).

Οι Α.Μ.Α.Ν. και οι συνεχιστές τους, ακολουθούν την ίδια συνταγή (εισαγωγή-πρόβλημα, προϊόν-λύση) σατιρίζοντας ταυτόχρονα τους τηλεμαρκετίστες, τις εταιρίες που «σκέφτονται» τέτοια προϊόντα και πολλές φορές τα πρόσωπα ή/και αντικείμενα που τους έδωσαν το έναυσμα για το προϊόν (τυπικό παράδειγμα ο Φορητός Γλείφτης).

Παρόλο που οι συντελεστές αλλάζουν κατά καιρούς το όνομα της εκπομπής και η τρέχουσα Ράδιο Αρβύλα συνεχίζει την καλή παράδοση (Αρβύλα Teleshopping), το ΑΜΑΝ Τελεσόπινγκ έχει χαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο για τις προαναφερθείσες χρήσεις.

Στα προϊόντα του ΑΜΑΝ (και Αρβύλα) Teleshopping περιλαμβάνονται μεταξύ των άλλων, τα best seller: Γκλιτσοφλογέρα, Πιστοντουζιέρα, Παπουτσόμπαλα, Γρυλορούτερ, Κουτελομαστάρια, Τουρλοκώλι και φυσικά τα ανεπανάληπτα Σεμεδάκια Next Generation.

  1. Αχαχαχαχαχα έλεος... τι άλλο πια θα σκαρφιστούν. Αν είναι δυνατόν. Βέβαια το όλο σκηνικό μου θυμίζει λίγο ΑΜΑΝ - Τα καθάρματα και την σκηνή με τον ΑΜΑΝ - Teleshopping με τους Καλλιβάτση, Κανάκη και Σερβετά. Εδώ

  2. Όπως το διάβαζα νόμιζα ότι ήταν διαφήμιση της Α.Μ.Α.Ν teleshopping!! Εκεί

  3. Την ίδια ώρα ο Παπανδρέου ή Jeffrey αν προτιμάτε, έκοψε την χρηματοδότηση σε όλες τις πρεσβείες του εξωτερικού όσον αναφορά τις εθνικές εορτές. Δηλαδή δεν έχουμε λεφτά για τις παρελάσεις, χρεοκοπούμε, αλλά θα σας δώσουμε αυτές τις φοβερές κάρτες που θα λυθούν όλα τα προβλήματά της. Μου θυμίζει λίγο Αμαν teleshopping όλη η κατάσταση. Λένε πως θα λύσει όλα μας τα προβλήματα και η γραφειοκρατία δεν θα υφίσταται. Μάλιστα, δηλαδή τόσα χρόνια για το ότι έχουμε γραφειοκρατία στην Ελλάδα δεν φταίει η νοοτροπία και σκόπιμη ταλαιπωρία της μίζας αλλά το ότι δεν έχουμε εξελιγμένα συστήματα. Παραπέρα

  4. Ίδια εμπειρία από προϊόν, καλοκαίρι σε νησί όπου εφευρέθηκε το «Παγοσκουτεράκι»: χρήση της θήκης κράνους κάτω από την σέλα σκούτερ για παγωνιέρα με μπουκάλι τεκίλα. Για τον φίλο παραθεριστή ο οποίος δεν θέλει να ξεμείνει από ξύδια στην παραλία!

Α.Μ.Α.Ν. Τα Καθάρματα (από Desperado, 04/04/11)Αρβύλα Teleshopping (από Desperado, 04/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν και από το λήμμα του Γκατσανδρός στα Λιντλ σε ψωνίσανε;, τα καταστήματα Lidl προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, πολύ χαμηλότερες από όλα τα άλλα. Ένας από τους τρόπους που το καταφέρνουν είναι, μεταξύ άλλων, και το ότι διάφορα προϊόντα τα προσφέρουν όχι σε κάποια γνωστή μάρκα που είναι ακριβότερη, αλλά σε κάποιες φτηνότερες μάρκες ή και σε δικές τους συσκευασίες.

Ο πάντα καχύποπτος Έλληνας θεωρεί ότι "το φτηνό είναι και ακριβό", άρα για να είναι τόσο σκανδαλωδώς φτηνά τα προϊόντα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακής πχοιότητας. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και σχετικά ανέκδοτα, συνήθως πολύ κακής ποιότητας, κυριολεκτικά ανέκδοτα από τα Λιντλ (ινσέψιο). Μια ακόμη διάσταση του φαινομένου Λιντλ είναι ότι πρόκειται για εταιρεία γερμανικών συμφερόντων, οπότε έχει εμπλακεί στη γενικότερη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον καιρό του Μνημονίου, που θεωρείται από κάποιους ότι ευνοεί τα γερμανικά συμφέροντα.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έκφρασης έγκειται κυρίως στο παρακάτω: Όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι είναι από τα Λιντλ εννοούμε ότι είναι σαν να μοιάζει με κάποιον/ κάτι άλλο, μόνο που είναι πολύ χειρότερης ποιότητας. Είναι δηλαδή κακέκτυπο, κακή απομίμηση, σαν να είναι μαϊμού του άλλου. Υποτίθεται ότι έχει παρόμοια λειτουργία με κάτι άλλο, είναι όμως πολύ κατώτερης αξίας. Στην εποχή των Μνημονίων η έκφραση μπορεί να συσχετιστεί και με τα περίφημα γενόσημα, δηλαδή φάρμακα που κάνουν περίπου την ίδια δουλειά, όντας λιγότερο ακριβά, ή και τα ισοδύναμα μέτρα (όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά τέσπα). Λ.χ. ένας πολιτικός που για να το παίξει αντισυμβατικός έρχεται στη Βουλή με μηχανή, όμως είναι χοντρός, πατσοκοιλιάς με διπλοσάγονο και χωρίς την ιδιαίτερη σαγήνη του Yanis λέμε ότι είναι Βαρουφάκης από τα Λιντλ.

Κατά μία ευρύτερη χρήση η έκφραση μπορεί να δηλώσει ο,τιδήποτε κακής ποιότητας, χωρίς κατ' ανάγκην σύγκριση με κάτι άλλο.

Μπορούν βεβαίως να προκύψουν και δυσκολίες κατανόησης, όταν λ.χ. διαβάζεις τον τίτλο είδησης "ανθελληνική πρόκληση από τα Λιντλ" δεν καταλαβαίνεις αν έχουν κάνει τα Λιντλ κάποια πρόκληση ή αν έχει κάνει ανθελληνιά κάποιος Μέτερνιχ ή Σόιμπλε από τα Λιντλ.

Ανθελληνική πρόταση από τα Λιντλ. (Εδώ. Ceci n'est pas παράδειγμα της σλανγκ χρήσης).

Έχουμε επίσης και μερικά ενδιαφέροντα ινσέψιο. Λ.χ. ο αντιμνημονιακός αγώνας που επικεντρώνει στο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τα Λιντλ μπορεί να χαρακτηριστεί ως

Αντιμνημόνιο από τα Λιντλ. (Σλανγκ χρήση και ινσέψιο εδώ).

Ενώ το κτήριο των Λιντλ που καταστρέφεται αμέσως με τον πρώτο σεισμό ή πλημμύρα είναι Λιντλ από τα Λιντλ κ.ο.κ.

Ινσέψιο

Άλλα (μη ινσέψιο) παραδείγματα:

  1. Προφυλακτικά από τα Lidl..γιατί τα παιδιά είναι ευτυχία! (Χιούμορ από τα Λιντλ εδώ).
  2. ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΙΚΑΛΗ "ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΑΠΟ ΤΑ LIDL!!! "Aνασχηματισμός από τα LIDL". (Κουρδιστό Πορτοκάλι).
  3. Διακοπές από τα Lidl!! (Τατζικιστάν) (Εδώ).

Περισσότερα παραδείγματα στα μήδια.

Βλ. και κινέζικο, κινεζιά (κυρίως το σχόλιο εδώ) και μέιντ ιν τσάινα, αλλά και μάρκα μ' έκαψες, φόλεξ, περιπτερέημπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται «βέρια»)

Προέλευση: σύμπτυξη 2 λέξεων, βέρι (=νταραβέρι) + area (αγγλ. = χώρος).

Είναι ο χώρος που είναι γνωστός λόγω του ότι γίνονται νταραβέρια (κυρίως με ναρκωτικά), παράνομες συναναστροφές μεταξύ περίεργων. Βarea είναι συνήθως πάρκα, εκκλησίες και πλατείες (στην Αθήνα η πιο γνωστή είναι η Ομόνοια).

*Το λήμμα δεν σχετίζεται με την πόλη Βέροια (εκτός αν κάποιος ξέρει κάτι καλό εκεί).

- Ρε φίλε, που θα βρούμε εδώ πέρα κάποιον να γίνουμε;
- Άραξε, έχω ακούσει ότι είναι μια πλατεία εδώ κοντά, κλασσική βarea!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταλαβέρια. Χρησιμοποιείται κυρίως για ναρκωτικά.

Ρε φίλε, θέλω φταλέ για να πάρω εκείνο το μηχανάκι... μου φαίνεται ότι θα αρχίσω τα βέρια... πάω να βρω κάνα κιλό βρομά να το σπρώξω...

Επιστροφη στην φύση (από Vrastaman, 21/01/09)

Σχετικά λήμματα: βέρι, νταραβερτζής, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και στα αγγλικά ο όρος gift shop αναφέρεται σε μαγαζάκια που πουλάνε δωράκια, στα ελληνικά, γκιφτ σοπ είναι τα υπαίθρια (πάγκοι στο Μοναστηράκι κλπ) ή κινητά «καταστήματα» (ρολογάκια, γυαλιά ηλίου εχωωωωωωωωωώ) έγχρωμων συνήθως πωλητών που πουλάνε αφορολόγητα και λαθραία. Το «γκιφτ» σοπ βγήκε προφανώς από τη λέξη γύφτος.

- Ωραίο ρολογάκι. Πόσο πήγε;
- 10 ευρώ.
- Μόνο;
- Ε ναι ρε. Αφού από γκιφτ σοπ το πήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified