Οποιοδήποτε υλικό αγαθό αποκτά μια γυναίκα με την χρήση των φυσικών της χαρισμάτων, ιδιαίτερα δε όταν το καταφέρει ξελογιάζοντας κανέναν φραγκάτο γερομπισμπίκη.
Οποιοδήποτε υλικό αγαθό αποκτά μια γυναίκα με την χρήση των φυσικών της χαρισμάτων, ιδιαίτερα δε όταν το καταφέρει ξελογιάζοντας κανέναν φραγκάτο γερομπισμπίκη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το προεξέχον και κρεμάμενο δέρμα συνήθως προερχόμενο χείλη του αιδοίου, ομοιάζοντας με τις άκρες του κασεριού που προεξέχει του τοστ. Χρησιμοποιείται μόνο σε πληθυντικό αριθμό.
-Έβαλα το Ντινάκι χθες. -Έλα ρε, σφιχτό μουνι: -Τι σφιχτό μωρέ, μες στα κασέρια ήταν το παρτάλι
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι ντυμένη σαν πρωταγωνίστρια θεαμάτων πορνογραφικού περιεχομένου και κατ' ελπίδα κάνει αεροπλανικά πορνοσταρικά γαμήσια και στο κρεβάτι.
Got a better definition? Add it!
Παλαίμαχος κροάτης φορ ο οποίος μύριζε το γκολ. Χαρακτηρίζει μια κατηγορία γυναικών με ανάλογες ικανότητες. Φαινομενικά δεν τις παίρνει ούτε ο χάρος και είναι ποιο άσχημες απ' το χρέος αλλά πάντα τα κουτσοβολεύουν. Συναντιώνται σε διάφορα bar μετά τις 4 το βράδυ και έχουν ως έμφυτο ταλέντο να μυρίζονται ποιοι άντρες έχουν πιεί αρκετά ώστε να μην καταλαβαίνουν με τι έχουν να κάνουν και το κυριότερο τι παν να κάνουν, αλλά το αλκοόλ δεν τους έχει φτάσει ακόμα στο σημείο που η στύση γι' αυτους θα ήταν κάτι ακατόρθωτο. Φέρονται δε ως η κύρια αιτία των τραγικών/αλησμόνητων αντρικών πρωινών ξυπνημάτων.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα γιατι είσαι άσπρος;
- Άσε ρε μαλάκα βγήκα χθες και ήπια και το πρωί ξύπνησα μ' ένα Σούκερ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!
Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.
Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
μπράβο ;)
αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).
α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).
23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.
-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.
α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:
Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:
β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του.
Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.
Got a better definition? Add it!
Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.
Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.
- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!
Got a better definition? Add it!