Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.
- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;
Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.
- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος
Got a better definition? Add it!
Ο θεσμός (διαγωνισμός) των Καλλιστείων που με τα χρόνια όμως παράκμασε και έτσι κατάντησε σε Χαλιστεία. Χρονολογείται αρκετές δεκαετίες και λαμβάνει χώρα σε όλο τον κόσμο με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα.
Εφεύρεση των αντρών με συμμετοχή ημίγυμνων (ενίοτε και γυμνών) γυναικών. Όπως και το striptease.
Κατά έναν περίεργο τρόπο τα Χαλιστεία χαίρουν καλλιτεχνικής εκτίμησης εν αντιθέσει με το striptease που θεωρείται πρόστυχο. Τώρα, πώς θεωρείται περισσότερο τέχνη και ηθικότερο να στέκεσαι (σαν το άλογο) γυμνή ενώ τουλάχιστον το striptease περιλαμβάνει και χορό, αυτό είναι άγνωστο ζήτημα (ε, βίτσια είναι αυτά).
Απαραίτητο προσόν για δήλωση συμμετοχής είναι μόνο η εξωτερική εμφάνιση.
Αυτό καθιστά τα Χαλιστεία ως το τελευταίο προπύργιο πάσης φύσεως ξούρλου, πυρίξανθης, ξέκωλου και οποιουδήποτε άλλου θηλυκού γένους ζαρζαβατικό. Στο χώρο αυτό έχουν πάσης φύσεως ασυλία και μπορούν να επιδοθούν με άνεση στην μοναδική ικανότητα που διαθέτουν: να στέκονται χαμογελαστές (ιγνοράνοι) χωρίς να κάνουν τίποτα. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.
Η προετοιμασία διαρκεί αρκετό χρόνο, γιατί οι «σαδιστές» διοργανωτές επιθυμούν στην αρχή να τις δουν ντυμένες και να βαδίζουν. Οπότε ειδικοί επαγγελματίες τις εκγυμνάζουν σε εντατικούς ρυθμούς, αλλιώς θα έβγαιναν στην τελική βραδιά των Χαλιστείων γυμνές μπουσουλώντας.
Όλες σχεδόν οι διαγωνιζόμενες σπουδάζουν μπίζνες αντμινιστρέσιον στην αλλοδαπή και κυρίως στην Αγγλία, πράγμα το οποίο καθιστά τις αγαθές μητέρες τους ευτυχέστατες («η κόρη μου θα γενεί επηστοίμονας!»).
Επίσης, όλες μάχονται σθεναρά για την παγκόσμια ειρήνη, αλλά αν τις ρωτήσεις τι είναι η «Παλαιστίνη», μάλλον θα απαντήσουν δίνοντας σου τον ορισμό της «πλαστελίνης». Έπεται επεξηγηματική εικόνα.
Τη βραδιά που διαδραματίζεται η τελευταία πράξη των Χαλιστείων για την επιλογή της νικήτριας, οι διαγωνιζόμενες δείχνουν εγκεφαλική δραστηριότητα (ναι, συμβαίνει και αυτό), προσπαθώντας η μία να «θάψει» την άλλη. Μαχαίρια, πριόνια, δίκαννα, οπλοπολυβόλα επιτρέπονται και είναι θέμα κατινάζ για τις μεσημεριανές εκπομπές της επόμενης μέρας. Γενικότερα ο θεσμός διαπνέεται από άμιλλα και ευγένεια. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.
Στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα άπαξ κάθε έτος. Οργανώνεται από το αφάν γκατέ της κοινωνίας (κάτι απολιθωμένοι καναλάρχες με συνεργασία κάποιων άφυλων πουθενάδων) και παρουσιάζεται από θηλυκές tv-περσόνες που η ευφυΐα τους αγγίζει το απόλυτο μηδέν (η κατάσταση εκείνη στην οποία ένα υλικό δεν έχει καμία ενέργεια: -273,15° C) οπότε και υπάρχει ομοιογένεια καθότι δε διαφέρουν από τις διαγωνιζόμενες. Έπονται επεξηγηματικές εικόνες.
Το βραβείο για τη μεγάλη νικήτρια είναι 15 λεπτά τηλεοπτικής δόξας (με μια μικρή παράταση στα μεσημεριανάδικα της επόμενης μέρας) και μια θλιβερή φωτογράφηση σε κάποιο περιοδικό που το αναγνωστικό κοινό του απαρτίζεται από κάγκουρες (τύπου «Βαβούρα», οι παλιότεροι γνωρίζουν περί τίνος μιλάμε). Για τις πιο τυχερές δε, υπάρχει η δυνατότητα μιας λαμπρής καριέρας ως γλάστρες σε πρωινές εκπομπές που τις σπονσοράρει ο Λουμίδης, σχολιάστριες σε μεσημεριανές τύπου «τα λερωμένα, τ’ άπλυτα» και βωβές συμπαρουσιάστριες του χοντρούλη Θέμου ενδεδυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας των εσωρούχων.
Οι μόνοι ικανοποιημένοι είναι: τα χαζοχαρούμενα στελέχη-οργανωτές που προαναφέραμε, η παρουσιάστρια που έχει να γράψει στο βιογραφικό της «άλλη μια σελίδα δόξας(!)» και κάτι γερόντια που πήραν μάτι μέσω της tv (μιας και δεν έχουν πια κουράγιο να πάνε σε ένα striptease της προκοπής όπως ο υπόλοιπος υγιής ανδρικός πληθυσμός).
Got a better definition? Add it!
Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).
Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.
Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).
Got a better definition? Add it!
Είναι το πρώτο βήμα προς την διόρθωση του λάθους της φύσης να γεννήσει κάποιον με κάποια πράγματα περισσότερα εκεί ανάμεσα στα πόδια. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχουν λήμματα και για τα πιο «βαρβάτα» βήματα. Είναι η λύση, στην οποία καταφεύγει η συμπαθής τάξη των πισωγλέντηδων, ώστε να μεγαλώσει την κόμη των μελών της και να μοιάζουν κατά τι περισσότερο στο θηλυκό γένος (θέλω να ξέρεις εσύ που κοκκίνιζες το λήμμα μέταλ, metal, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σε συγκρίνω με τους παραπάνω).
Προέρχεται από το ποστίς ή επί το ευρωπαϊκότερο postiche, παραφρασμένο για να εξυπηρετήσει τους ταπεινούς σκοπούς όσων το χρησιμοποιούν και, θέλω να πιστεύω, όχι κοροϊδευτικά.
Το εξτένσιον των μαλλιών είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και, από ότι είδαμε σε γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες, αν χρησιμοποιείται με σύνεση μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα! Οπότε πρέπει να γνωρίζουμε την διαφορά του απλού εξτένσιον από το πουστίς γιατί είναι πιθανόν να προκληθούν παρανοήσεις.
Στους φανατικούς πολέμιους του πουστίς συγκαταλέγονται: Ο Άγγελος Πυριόχος, η (Ρεπορτάζ:) Έφη Μαλτέζου, ένας τύπος που είχε πάει σε κάποιο Big Brother αλλά δεν θυμάμαι και ο Νίκος Καρβέλας, που τα προτιμάει φυσικά (Όχι αλήθεια! Στην εκπομπή του Μάκη είδα το καρύδι, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία!).
- Ρε φίλε, ο Τάκης είναι αυτός με το τακούνι και την μαλούρα;
- Άσε, προχτές τον είδα κι εγώ... Μου φοράει ό, τι πιο κιτς κυκλοφορεί και μιλάει σαν τον πουρουπουπού. Αφού έκανε και πουστίς τα πράγματα δείχνουν προς Συγγρού μεριά...
- Καλά, πριν μια βδομάδα δεν σας είδα μαζί στην Ερμού;
- Τι λες ρε συ; Έχω εγώ λεφτά για ψώνια; Ούτε από κοντά δεν περνάω.
- Όχι, εννοώ...
- Κατάλαβα ρε, πού θα πάει αυτό με τα επιτόκια. Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι φίλε μου.
Got a better definition? Add it!
Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.
Got a better definition? Add it!
Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:
1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.
2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.
Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.
Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...
3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.
Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.
Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.
4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.
«Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)
«Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:
Κάτι θέλω να σου πω
που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.
Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω
Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.
Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.
Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.
Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.
Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.
Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει σαν να έχει φάει άνθρωπο, φουσκωμένος και τεντωμένος... με τα χέρια να μην κλείνουν και το στήθος φουσκωμενο.
Το έλεγε ο Αλέφαντος (Μιτσικωστας) για τον Τζιόλη: όσοι τον έχουν δει να παίζει μπάλα καταλαβαίνουν πώς κολλάει.
Κοίτα τον τύπο πως περπατάει... σαν κονιόρδος!
Got a better definition? Add it!
Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.
Πουλικάκος, τίποτα άλλο.
Got a better definition? Add it!