Further tags

Στο ιδίωμα της BDSM κοινότητας είναι η θηλυκότητα αντικείμενο λατρείας από υποτακτικούς σούμπηδες.

  1. Εχτες που ειχα παει στο fetish ball και ειδα την Lola μου γεννηθηκε η εξης απορια: Ας υποθεσουμε οτι ειμαι δηλωνω Αφεντης η Κυριαρχος και βλεπω αυτο το θεικο πλασμα μπροστα μου να μαγευει. Αν εκεινη την στιγμη μου ερθει σαν κεραυνος η επιθυμια να αφεθω στα χερια της θα παψω να ειμαι Κυριαρχος; Και γιατι να μην το κανω οταν εχω μια ΘΕΑ διπλα μου; Προσωπική μου γνώμη - όπως έχω δηλώσει και αλλού: Αν κάτι θέλουμε και με αυτό δεν βλάπτεται κανείς δεν υπάρχει λόγος να αφήσουμε την όποια "ταμπελά" να μας σταματήσει. Είμαστε εδώ γιατί μας αρέσει. Γιατί λοιπόν να μην κάνουμε το κέφι μας υπακούοντας σε συμβατικότητες τη στιγμή που είμαστε στο χώρο αυτό και τις αποφεύγουμε? την γνωριζεις ως Ελληνάρας...την πολιορκεις ως Αφεντης...χαιροσαστε τον ερωτα σας οπως θελετε εσεις...δεν υπαρχουν περιορισμοι η ταμπελες Δεν καταλαβαίνω γιατί συνδέεται η ομορφιά με την επιθυμία υποταγής ή Κυριαρχίας εν προκειμένω, εφόσον δεν είναι κανένας παγκόσμιος νόμος πως η Κυριαρχία και η υποταγή έχουν άμεση σχέση με το θαυμασμό για την ομορφιά. Σε άλλα υποκείμενα δεν έχουν. Αν λοιπόν εσένα σου βγαίνει έτσι, τότε εξέτασε την πιθανότητα να επιθυμείς τη δική σου υποταγή σε μία γυναίκα Κυριαρχικής ψυχολογίας, που θα σε ελκύει όσο αυτή. (τι μου θύμισες τώρα, έχω διαβάσει "Αφέντρες" να καυχιούνται πως "έσπασαν" Μαστεράδες, και τους έκαναν να κυλιούνται στα πατώματα γι αυτές -με δικά μου λόγια, τα δικά τους ήταν αρκετά πιο άκομψα- πάντα θεωρούσα τέτοιες αυτάρεσκες δηλώσεις γελοίες και υποτιμητικές για το ίδιο άτομο που τις εκφέρει). Σε δεύτερη ανάγνωση, πάντα οι Κυριαρχικές μου κεραίες οσμίζονται ενοχική αντιμετώπιση της υποτακτικής επιθυμίας, όταν διαβάζω κάτι που μυρίζει "παρά τη θέλησή μου". Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ομορφιά είναι ένα προπέτασμα για την ενοχή νομίζω. Σκέψου κι αυτό. Αν πραγματικά θέλει κάποιος να υποταχθεί, δε χρειάζεται πέπλα. (Εδώ).
    1. Προσευχή στη θεά. Μήτηρ ημών ενσαρκωθείσα επί της γης, 
% δοξασθήτω το όνομα Σου.
      
% Ελθέτω η βασιλεία Σου. 
% Γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν δώμασι και επί σκηνής.
      
% Τον πόνον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον.
      
% Και άφες ημίν τας ανυπακοάς ημών,
      
% ως και ημείς αφίεμεν τοις ορίοις ημών.
      
% Και εισένεγκαι ημάς εις πειρασμόν,
      
% και ουκ αν ρύσαι ημάς από του πονηρού. 
% Αμήν! (Προσευχή τελειωμένων σούμπηδων στη θεά τους εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα με την οποία ένας άντρας δεν θέλει να κάνει μόνιμη σχέση και να δεσμευτεί, αλλά την έχει για τις δύσκολες ώρες που δεν υπάρχει κάτι καυλύτερο στον ορίζοντα.

- Άντε καβατζοχαρτοπετσέτες, καβατζοσαμπουάν, καβατζοαφρόλουτρο και άλλες τέτοιες...βλακείες, να το δεχτώ... Αλλά καβατζογκόμενα, όσο χρονών και να είναι ο άλλος ... δεν επιτρέπεται, νομίζω!

- Oπως το ειπες ...........νομιζεις
Η ηλικια του μονο για περιπετειουλες ειναι και αυτο εννοω λεγοντας καβατζα
Αλλα και για καβατζογκομενα να ελεγα ποιος δεν το επιτρεπει παρακαλω ;
Τωρα για τα υπολοιπα
ο καθενας οπως τα βλεπει και αφου εσυ θες να τα βλεπεις ετσι
με γεια σου με χαρα σου

- βρε αναστασία κάτσε να του κάτσει η μια και μετά ας ψάχνει και καβάτζες... αν και αν πάρει είδηση η μια τις καβάτζες να ξέρεις ούτε την μια θα έχει μα ούτε και τις καβάτζες. κλειστή η κοινωνία της σχολής. όλα μαθαίνονται. ιδιαίτερα στον γυναικείο κύκλο. αυτές... όλες κάνουν παρέα και είναι με το σεις και με το σας και όλες έτοιμες να υποστηρίξουν και να σφάξουν την άλλη. (Εδώ).

Υπαρξιακή κραυγή! (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.

Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.

Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.

από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ είναι το γλείψιμο των αρχιδιών από αρχιδογλείφτρα, η ορχεολειχία.

  1. Εμενα με ποιανουν οι φοβοι και τις λεω να βαλει προφυλακτικο αλλα να μου γλυψει τα αρχιδια. Καραμελωμα τρομερο, πίπα πολύ καλη αν δεν την σταματαγα θα εχυνα αμεσως.
  2. Αλλά δε με χάλασε καθόλου γιατί όταν μου άρχισε τα φιλιά, τσιμπούκι, καραμέλωμα αρχιδιών κτλ έπαθα πλάκα!
  3. Την τιμητική τους είχαν τα @@ και όπως εκείνη με το δικό της τρόπο λέει "καραμέλωμα αρχιδιών". (Από διάφορα σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.

  1. Στο κρεβατι το μονο που βρηκα ελλειματικο ηταν η σχετικη αφωνια στο σεξ αλλα με ωραιους φυσικους μορφασμους και καυλοκοιταγματα.
  2. Καυλοκοιτάγματα στα μάτια ενώ σε μια προσπάθεια της να τον καταπιεί όλο, κατάπια εγώ την τσίχλα που μάσαγα.
  3. Καπότα και μετα τρελλη πίπα με καυλοκοιταγμα στα ματια !!!! μιλαμε φοβερη πιπα!!!!!με παθος!!!και στοργη!! (Όλα από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το κεχρί στην κυριολεξία είναι οι σπόροι των φυτών που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή [αρχ. κέγχρος], μεταφορικά περιγράφει το εκ του πονηρού, δηλ. το γαμήσι.

Κωδική λέξη, προκειμένου να μην γινόμαστε αντιληπτοί από τρίτους, όταν μιλάμε για αυτό που απασχολεί τους πάντες και διαρκώς.

  1. - Έχεις το τιμολόγιο μήπως;
    - Κάτσε ρε ένα λεπτό, μιλάω με τη Γεωργία!
    - Εδώ έχουμε δουλειά, κι εσένα ο νους σου στο κεχρί κακομοίρη μου...

  2. Σχόλιο από το διαδικτυακό forum www.sxeseis.gr

«pigase....o νους σου στο κεχρι....
εδω η κοπελα σκεφτεται ,αγχωνεται , αγωνια .
και οι αντρες .....πανε για μπεκατσες....»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ερωτική πράξη
  2. Εκείνο το κόκκινο γλυφιτζούρι με σχήμα κοκοράκι.
  1. Αυτηνής της αρέσει το κικιρίκι και του δίνει και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.

- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified