Further tags

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πολύ κιτς εμφάνιση, που βγάζει μια τρασαδούρα, μια τρασίλα, που έχει kitsch value (για την ετυμολογία του kitsch δες εδώ, φαίνεται ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκουπίδι, τρασιά), που είναι σκουπίδω, καγκουρογκόμενα, καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι. Βεβαίως στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε και δη στο λούμπεν ελληναριάτο, υπάρχουν πολλοί τρασοκαβλιάρηδες εκεί έξω που ποθούν τις κιτσογκόμενες.

  1. έπαιζε η Ρωσσο-κουβαρίστρα! Τι μαλλί είναι αυτό ρε 'σεις! Πως μπορείτε και την πηδάτε με αυτή την καούκα! Έλεος! Όσο την βλέπω τόσο με γυρίζουν τα μυαλά! Κιτσογκόμενα ολκής! Μαλλί ''περοκέ'' ξανθό τύπου μουλινές, μπότες ΠΑΝΩ από το γόνατο, λίγα περιτά κιλά και καλές καμπύλες, ύψος 1,65, αλλά ... πολύ καρακιτσαριό ρε γαμώτο! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Άμα κάποιον νιώθεις να τον αγαπάς, είσαι κιτσογκόμενα, από αυτές που τρέχουν από πίσω τους και κάνουν διάφορα κουλά; (Αλλού στο Νέτι).
  3. αν με ρωτας προσωπικα και πιο γενικα, επειδη τις γυναικες τις κοιταω συνολικα, ασχημη ειναι και η βατραχομούρα, ασχημη ειναι και η αλλη με τα χαλια δοντια δε μπα να ειναι και μούναρος στο σωμα, ασχημη ειναι και η βλαχάρα κιτσογκομενα που δεν την παρουσιαζα με τιποτα ως κοπελα μου σε γνωστους και φιλους, ασχημες ειναι και κατι τυπισες με φυσιολογικο βαρος αλλα εντελως ασουλουπωτα σωματα και ποδια. (Τις χοντρές τις γαμάτε;).
  4. θά'θελα νά'μουν 25 και ας με λέγαν κάγκουρα, κιτσογκόμενα και ότι άλλο κοσμητικό θέλετε. (Εδώ).
  5. ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΑΔΕΝΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ "ΚΙΤΣΟΓΚΟΜΕΝΑ- ΚΑΓΚΟΥΡΟΓΚΟΜΕΝΑ. (Έλενα Παπαρίζου. Η καρδιά σου πέτρα).

Σκηνή από το αρρωστούργημα της Λένας Kitshοπούλου με θέμα τον Αθανάσιο Διάκο

Εναλλακτικώς, πλην με συναφή σημασία, είναι η τράτζικ γκόμενα του Κίτσου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified