Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη την ερωτική πόλη που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά με τον φραπέ ως απαραίτητο εξάρτημα.
H Θεσσαλονίκη μας, μετά τον τίτλο της Φραπεδομάνας, της Mπουζουκαρούς, της Παπαγεωργούπολης και του Ψωμιαδοχωρίου, έχει τη χρυσή ευκαιρία σε λίγες μέρες να στεφθεί τροπαιούχα και να κερδίσει τον τίτλο της Γαυροσκοτώστρας μέσω του Αρεως. Aυτό είναι το νέο όραμα της πόλης, εφόσον εις τον ορίζοντα δεν διαφαίνεται καμία Expo και καμία Oλυμπιάδα. http://stavrochoros.pblogs.gr/tags/thessaloniki-gr.html
Got a better definition? Add it!
Ο Ηρακλειώτης, αποκαλούμενος από Ρεθυμνιώτες. (Δες).
Πάλι οι φραγκοφονιάδες μας κυβερνούν.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία νησιού που είναι φιλικό και απευθύνεται σε φοιτητές προς πελατεία του. Ενδείκνυται, δηλαδή, για ξεφάντωμα, για όσους θέλουν να επεκτείνουν την εξπήριανς της πενταήμερης της Γ΄ Λυκείου, και δεν είναι τόσο ακριβό όσο τα πιο γκλαμουράτα νησιά, ώστε να μπορεί να το αντέξει η τσέπη ενός φοιτητάμπουρα. Το απόλυτο φοιτητονήσι είναι η Ίος. Επίσης και η Πάρος.
Πολλές φορές βέβαια η κατηγοριοποίηση ενός νησιού ως φοιτητονησιού γίνεται με δαρβινικό τρόπο. Αν ένα νησί δεν έχει να επιδείξει τις απίστευτα ιδιαίτερες φυσικές καλλονές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, ή δεν απευθύνεται σε ένα πολύ ειδικό κοινό (αδερφονήσια, τρεντονήσια, ερ-emo-νήσια, αριστερονήσια, αναρχονήσια, κνιτονήσια, ζευγαρονήσια) ή εθνικότητα ξένων τουριστών, τότε για να είναι ανταγωνιστικό διαφημίζει ότι έχει τρελή νυχτερινή ζωή και προσιτές τιμές ώστε να προσελκύσει το φοιτηταριάτο. Στα φοιτητονήσια ξυπνάς το πρωί στις 14.00, τρως πρωινό στις 15.00, πηγαίνεις για πρωινό μπάνιο στις 16.00, τρως μεσημεριανό στις 20.00, κάνεις σιέστα στις 21.00, φτιάχνεσαι στις 23.00, βγαίνεις στις 0.00, τρως βραδινό στις 5.00 και κοιμάσαι για βράδυ στις 8.00. Όταν γυρνάς στην πόλη έχεις πάθει κάτι σαν jet-lag από την αλλαγή ώρας. Στα φοιτητονήσια επίσης ευδοκιμούν αγέλες από μπακούρια, αλλά και μουνόκαμποι από παστάκια.
Got a better definition? Add it!
Φαυλιστικό για πόλεις, όπως η Αθήνα που έχουν γίνει τίγκα στο τσιμέντο, διαλύοντας το ενδεχομένως άλλοτε ειδυλλιακό παρελθόν, διατηρώντας ελάχιστο πράσινο, και αποκτώντας το χαρακτηριστικό τσιμεντί χρώμα που μας στοιχειώνει. Για περαιτέρω ανάλα βλ. το λήμμα τσιμέντο να γίνει και τα σχόλιά του. Τσιμεντούπολη, όμως, δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά οι περισσότερες ελληνικές πόλεις που χτίστηκαν στη βάση του χουντικού ή καραμανλικού ρυθμού (με επιδράσεις από τη δωρικότητα του Le Corbusier #not)
Ασφαλώς, παντού υπάρχει ένας τρασόβιος τρασοκαβλιάρης που θα πουστάρει άγρια τη φάση Τσιμεντούπολη και στο λουμπενοφρέντλι σάιτ μας τους αναδεικνύουμε. Εν προκειμένω, μία από τις πιο ποιητικές τσιμεντόκαυλες είναι η Αρλέτα που μας στιχώνει ως εξής:
Στον τσιμεντένιο κήπο μου έλα απόψε να σε κεράσω στην πόλη μου με την τρύπια καρδιά και τα φουγάρα
Έλα επάνω στην κίτρινη μπουλντόζα μου με το πελώριο σπαστό της χέρι ν’ ανοίξουμε ένα δρόμο ίσιο κι ατέλειωτο και μιαν αλάνα μαγική κι απέραντη να παίζουν τα παιδιά της τσιμεντούπολης
Αγγλικανιστί: concrete jungle.
Και για μια κονκρητζανγκλόκαυλη προσέγγιση της Νέας Υόρκης:
Got a better definition? Add it!
Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).
Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.
Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.
Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου γίνεται νταραβέρι και διακινούνται ναρκωτικά από ανθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Χώρα, πόλη, γειτονιά ή ... πρόσωπο που γεννά θεούς και ημίθεους τση μπάλας.
Εκ του ποδοσφαίρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μάνα.
1.
Πέρα από προσφυγική περιοχή, η Νέα Αλικαρνασός είναι και… ποδοσφαιρομάνα και δεκάδες παίκτες φόρεσαν τη φανέλα του Ηροδότου πριν κάνουν καριέρα σε μεγαλύτερες κατηγορίες.
2.
Κρήτη λεβεντογέννα... ποδοσφαιρομάνα!
3.
Nικήτρια πόλη του ΜΟΥΝΤΙΑΛ της Βραζιλίας; Η Εσμεράλδας του Ισημερινού! Ακούγεται απίστευτο, αλλά η μικρή επαρχία στις βορειοδυτικές ακτές, με τους περίπου 500.000 κατοίκους, μπορεί να αποτελεί μόλις το 3% του πληθυσμού της χώρας, ωστόσο, πρόκειται για μια πραγματική ποδοσφαιρομάνα, αφού 10 από τους 23 διεθνείς ποδοσφαιριστές της Εθνικής ομάδας του Εκουαδόρ που είναι στη Βραζιλία, είναι γεννημένοι εκεί!
4.
Σουλάρα η ..ποδοσφαιρομάνα! Οίκοι ανοχής και γραφεία κηδειών… χορηγοί ομάδων! Η οικονομική δυσπραγία οδηγεί τις μικρές ομάδες σε χορηγικές ακρότητες προκειμένου να εξασφαλήσουν τα «προς το ζην». Η ομάδα του Βουκεφάλα, που αγωνίζεται στο τοπικό πρωτάθλημα της Λάρισας, προχώρησε σε μία ασυνήθιστη χορηγική συμφωνία, καθώς θα απεικονίζεται στη φανέλα της ομάδας ο οίκος… εποχής (ανοχής) ονόματι «Σούλα»! Μάλιστα, στα εγκαίνια που έγιναν εκτός από 3.000 φίλους της ομώνυμης ομάδας, παρούσα ήταν και η Τζούλια Αλεξανδράτου!
Got a better definition? Add it!
Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.
Got a better definition? Add it!