Further tags

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, o τσιφούτης. Αυτός που κοιτά να κάνει τα πάντα με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Αρέσκεται σε παντός είδους τράκες. Αγαπημένη μάρκα τσιγάρων, τα Τρακαστράτος. Η λέξη έγινε γνωστή από διαφήμιση μεγάλου καταστήματος με είδη ένδυσης. Χρησιμοποιείται μόνο για άντρες, για τις γυναίκες υπάρχει το τζάμπαγουμαν.

Βγαίνει από τις λέξεις τζάμπα + -μαν.

  1. -Ρε φίλε, με πετάς μέχρι τη Πετρούπολη;
    -Αϊ φτυσ' τα μπούτια σου ρε τζάμπαμαν! Να πάρεις το αργοφορείο.

  2. -Τακούληηηη; Θα με κεράσεις τσιγαράκιιι;(με ναζιάρικη φωνή)
    -Μα ναι! Πώς;! (το σκέφτεται καλύτερα,πιό αντρικά)..Δε μας χέζεις μωρή πατόζα λέω 'γω;! Παλιο-τζάμπαγούμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός (όχι ντε και καλά σλανγκ, αλλά μάλλον, προς το παρόν, ανήκει στο λεξικό αυτό) για τα γκαφρά, ο οποίος θαρρώ έρχεται από το νεοπλουτέ στρώμα, το παπακαλιατέ ας πούμε.

Ακούγεται χλιαρή λέξη, αλλά πιστεύω ότι είναι ωμότερη (και το μήνυμά της βαθύτερο και η πρόθεση του λέγοντος υποτιμητικότερη) από το να μιλήσεις στα ίσα για χρήμα, φράγκα, μπαγιόκο, υλικά αγαθά, κλπκλπ.

Κι αυτό γιατί, λέγοντας «ύλη», αφενός χρησιμοποιούμε μια πολύ μικρή λέξη, η οποία ξαφνιάζει, γιατί τρυπάει σαν καρφί τα αυτιά μας με τον ρυθμό εκφοράς της και με τα διαπεραστικά της φωνήεντα και με το ειδικό της βάρος, αφεδύο καθότι είναι λέξη-υπεκφυγή (δηλ. την λέμε για να μην πούμε στα ίσα «χρήμα» κλπ) είναι ακόμα χειρότερη, γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι να ακούγεται σα να υποβαθμίζουμε το τεράστιο και όχι απαραιτήτως καταδικαστέο ζήτημα της ευμάρειας, στην μονοδιάστατη έννοια ενός αντικειμένου (υλικού) με το οποίο μάλλον μόνο η Φυσική αξίζει να ασχολείται...

- Κάτσε ρε συ λιγάκι, δεν καταλαβαίνω τι μου λες... Τι ανασφάλειες και λοιπά σου δημιουργώ; Δεν είμαι δα και κανας ξυπόλυτος, έχω την δουλίτσα μου, το σπιτάκι μου, όλα θα πάνε καλά, βλέπεις κανα λόγο να χωρίσουμε; Τα λεφτά σου φταίνε ή μήπως έχεις βρει γκόμενο;
- Βρε αγάπη μου, δεν μου αρκεί αυτό που βλέπω, πώς αλλιώς να σου το πω, η δουλειά σου είναι στον αέρα, το σπίτι θα το ξεπληρώνεις για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν μπορώ να μας ζω εγώ, χρειάζομαι να ξέρω ότι πατάμε και οι δυο γερά, δεν έχεις ύλη, το καταλαβαίνεις;;; Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλουμε και να κάνουμε παιδιά και και και.

βλ. και λίπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα και άτομα που έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, θεωρούν ότι το υποθηκοφυλακείο είναι υποθηκοφυλάκιο, ίσως κατά το φυλάκιο ή το οστεοφυλάκιο. Πιθανότατα οι ίδιοι να αποκαλούν τον χειρουργό χειρούργο, κατά τον κακούργο ή τον ραδιούργο.

Κατά συνέπεια, ενώ γνωρίζουμε τι είναι το υποθηκοφυλακείο, διάχυτη είναι η απορία για το υποθηκοφυλάκιο: μάλλον το φυλάκιο όπου φυλάσσονται οι υποθήκες....

- Πατέρα, πού είπες είναι το ποδηλατάδικο;
- Ακριβώς απέναντι από το υποθηκοφυλάκιο αγόρι μου;
- Και πού είναι το υποθηκοφυλάκιο;
- Έλα ρε, από τον καιρό της δικταΚτορίας, είναι στη Μαρίνου Αντύπα, δε θυμάσαι;

ευτηχώς υπάρχουνε και ανθρώποι που κυριολεκτικά γίνονται ταύροι εν υαλοπωλοίο με τη γλωσσική αλητεία και είναι και τσαμπούκια θα λέγαμε - από το blog κάποιου για κάποιο θέμα που τα χώνει και σε κάποιους άλλους (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεσπόζουσα λέξη στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Το υποκοριστικό ενός τόσο συνηθισμένου ουσιαστικού, του φακέλου στον οποίο ταχυδρομούμε επιστολές, είναι συνώνυμο του χρηματισμού στο χώρο της υγείας, του γνωστού «λαδώματος». Υποτίθεται ότι το μπαχτσίσι παραδίδεται μέσα σε ταχυδρομικό φάκελο, εξ ου και «φακελάκι».

Η σχέση του Νεοέλληνα με το φακελάκι είναι ανάλογη με τη σχέση του πρώην Ανατολικογερμανού με τη Στάζι: τουλάχιστον οι μισοί Νεοέλληνες έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρό, όπως οι πρώην Ανατολικογερμανοί πληροφορίες στις πάλαι ποτέ κραταιές μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αποφυγή του φακελακίου εν Ελλάδι συνεπάγεται κάκιστες υπηρεσίες υγείας προς τον ασθενή.

  1. Απόσπασμα υποθετικής συνέντευξης με γιατρό:
    ΕΡ. Γιατρέ, τώρα με την Αμαλία, έχουν ακουστεί τόσα πολλά για το φακελάκι που παίρνετε εσείς οι γιατροί. Όλος ο κόσμος αναρρωτιέται: γιατί το παίρνετε;
    ΑΠ. Είναι τόσο απλό. Για δύο λόγους παίρνουμε φακελάκι. Πρώτον, επειδή ο μισθός μας στο ΕΣΥ ή τα έσοδα από το ιατρείο μας δεν μας φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, σε σχέση με το κουραστικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα που κάνουμε. Και δεύτερον, είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης: δεν θα παίρναμε φακελάκι αν εσείς δεν το δίνατε.

  2. Απόσπασμα σχολίου από blog:
    Το “φακελάκι” και το πολιτικό ρουσφέτι οργιάζουν σε ποσοστό άνω του 80% στα νοσοκομεία της Κρήτης, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν άμεση και σωστή εξυπηρέτηση και φροντίδα! Παράλληλα δε, το ίδιο το σύστημα υγείας στο νησί “νοσεί” βαρύτατα από την δραματική έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, με συνέπεια την ελλιπή εξυπηρέτηση-νοσηλεία των ασθενών, αλλά και τις πολυήμερες ή πολύμηνες αναμονές τους σε “ουρές ραντεβού” για βασικές εξετάσεις με κίνδυνο τη ζωή τους!

fuck-a-Laki (από allivegp, 30/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ευφυείς και πολυμήχανοι κομίστες (δημιουργοί κόμιξ) θέλοντας να δείξουν τα αμύθητα πλούτη των πρωταγωνιστών δημιούργησαν μια νέα μονάδα μέτρησης των χρημάτων , το ’’φανταστικομμύριο’’.

Αυτή η λέξη λοιπόν θέλει να τονίσει την υπερβολή, ότι δηλαδή το ποσό είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικές μονάδες μέτρησης χρημάτων, αλλά και την απουσία ρεαλισμού, αφού δεν υπάρχει τέτοια μονάδα μέτρησης. Παράλληλα τονίζει την πλεονεξία – απληστία των πρωταγωνιστών που, όσα χρήματα και να έχουν, ποτέ δεν είναι αρκετά.

Να τονιστεί ότι στα κόμιξ και γενικότερα σε κωμικά αναγνώσματα ή θεάματα η υπερβολή είναι αυτή που προκαλεί τον γέλωτα.

Κύριοι χαρακτήρες που χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη έκφραση είναι ο Σκρούτζ και ο Ρόμπαξ.

Σκρούτζ : Χαχα. Πήγες να μου την φέρεις Ρόμπαξ αλλά την πάτησες. Η Παπιοκόλα που έβαλα στην αγορά μου απέφερε ένα φανταστικομμύριο.
Ρόμπαξ: Σκρουντ! Θα φάω το καπέλο μου!!!

(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)

Βλ. και Μικυμάου, μικιμάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified