Further tags

Λέξη που αποδίδει την πατρότητα της στον Λιακό και αποτελεί παράφραση της λέξης πουτανιά, που έχει όμως τη σφραγίδα του Βλαδίμηρου Πούτιν αφού χρησιμοποιώντας τη μαεστρία και την ευελιξία του, ως γριά πουτάνα βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από τους ραδιούργους, αφού μπορεί να σκαρώνει κομπίνες, πλεκτάνες και να μεταχειρίζεται πλάγιες οδούς ώστε να αποδεικνύεται πιο καπάτσος στις περιστάσεις, παγιδεύοντας τους ραδιούργους στην ίδια τους την παγίδα.

- Πήγε που λες η Γεωργία,με τις πλάτες της Αμερικής να το παίξει λιοντάρι στην Οσετία, αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
- Γιατί;
- Γιατί άρχισε ο Βλαδίμηρος τις πουτινιές, αφού ως γνωστόν στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε και έκανε τη Γεωργία καλοκαιρινό μαγαζί. Χέστηκαν επάνω τους οι Γιάνκηδες. Δε σου λέω τίποτα. Ακούνε Πούτιν... κι όπου φύγει φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από το «πουτάνα» και το «Τιτανικός». Προέρχεται από τίτλο τσόντας των late '90s, που παρωδούσε την οσκαρούχο ταινία. Έχει δύο σημασίες.

α) Λόγω του μεγέθους του Τιτανικού, ο Πουτανικός αντίστοιχα είναι το πουταναριό, ήτοι η μεγάλη συνάθροιση από πουτάνες, ή η καραπουτάνα, δηλαδή η πουτάνα στον υπερθετικό βαθμό.

β) Λόγω της γνωστής τραγικής κατάληξης του Τιτανικού, ο Πουτανικός είναι η φαρμακομούνα πουτάνα, που σηματοδοτεί το μουνοβατερλώ του μπουρδελιάρη. Είτε λόγω κάποιου παράσημου, είτε κάποιας συναισθηματικής εμπλοκής, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πουτανοκαψούρα. Γενικά, ο Πουτανικός είναι ο πούτανος - τραγωδία, ο πούτανος που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...

«Δεν είν' πουτάνα, δεν είν' πουτάνα, αυτό που γάμησα,
είναι σου λέω πανικός,
ένας σωστός Πουτανικός,
και θα 'ναι θαύμα, αν δεν την πούτσισα»
(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - για την παράφραση Hank).

(από Khan, 10/11/12)"Ένας μικρός Τιτανικός" (από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.

Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.

Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.

  1. Η Νανα δεν χρειαζεται συστασεις. Ολοι μα ολοι οι μπουρδελιαρηδες την γνωριζουν/ εχουν περάσει/ την εχουν δει. Οποιος δεν την εχει δει τουλαχιστον, δεν μπορει να θεωρηθει γνησιος μπουρδελοβιος!!! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Το τέρας που διέπραξε αυτή την πράξη δεν ήταν μόνος η κοινωνία επί πολλά χρόνια ήταν δίπλα του.Τον θαύμαζε για τον τρόπο ζωής του. Ήταν τσαμπουκάς, χαρτοπαίκτης, ζαροπαίκτης μπουρδελόβιος κ.λ.π . Εκλέγεται εκ των πρώτων δημοτικών συμβούλων στο Αμπελάκι και φυσικά καταλαμβάνει την θέση του αντιδημάρχου. Αυτή η κοινωνία σήμερα λογικό είναι να προβληματίζεται και να διαμαρτύρεται, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από την ένοχη της που έθρεψε, μεγάλωσε και δημιούργησε ένα έκτρωμα. (Εδώ).
  3. Αντίθετα άμα κάποιος "αποτυχημένος" στο αντίθετο φύλο πει κάτι τέτοιο (κανας μπάκουρος, κανάς πέφτουλας, κανάς μπουρδελόβιος, μαύρο φίδι που τον έφαγε! (Εδώ).
  4. Ο άντρας είναι αυτός που διανύει την πιο τραγική του περίοδο. Διότι αν δεν έχει λεφτά= αποτυχημένος, αν δεν έχει γκόμενα= μπακούρι και μπουρδελόβιος, αν δεν έχει φίλους= ανώμαλος, περίεργος. Πες μου εσύ αν η γυναίκα, που κατα τ'αλλα όλα είναι εναντίον της, χρειάζεται όλα αυτά για να κάνει σχέσεις και όχι απλώς ωραίο κώλο... (Σχέσεις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.

  1. Ως πεπειραμένος μακροχρόνια κωλομπαρόβιος έχω να πω άπειρα: Μου έχουν πάρει πίπες, έχω πηδήξει, έχουν παίξει ισπανικά cumshots, facials, ανατάξεις πέους από βίαιες παλινδρομήσεις, αλληλοαυνανισμοί δικοί μου και κωλομπαρούς ταυτόχρονα και γενικά τα πάντα!! Σε πρωτάρα (πρώτη μέρα στη δουλειά) έχω τύχει που της εξηγούσα τι κάνουν στα prive και γενικά τον έρωτα, τηλέφωνο έχω πάρει κι έχω βγει για καφέ με κωλομπαρού και μια φίλη της (!!) και γενικά όλα είναι πιθανότητες... Από την άλλη μεριά, σε ποσοστό πλέον γύρω στο 40%, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια αποκτάει κανείς πείρα φυσιογνωμιστική, οι prive χοροί είναι ένα άνευρο κρυανάλατο νερομπούλι χωρίς πολλές φορές το ματζαφλάρι να σηκώνεται καν. Οι δε απλοί χοροί δεν αξίζουν καν τον κόπο, εκτός αν είσαι παρθένος αφγανός απ'το βουνό και δεν έχεις πιάσει ποτέ γυναικείο κώλο. (Από το Μπου).
  2. Να σου κάνει ανάλυση ο μέσος Έλλην μπορδελάκιας/ κωλομπαρόβιος για τα πόδια των Ουκρανάιζερ, τα γλυκόλογα των Ρωσίδων, το ξελόγιασμα της Ρουμάνας, την αλαβάστρινη επιδερμίδα και τα μάτια της Λευκορωσίδας, να πάθεις την πλάκα της ζωής σου. Ακούς εκεί λέει δεν έχουμε δουλέψει με ξένους (Εδώ).
  3. Ο Τεστοστερόνης μπουρτζόβλαχος κωλομπαρόβιος, με το που βλέπει την "Μ" και καταλαβαίνει ότι είναι γυναίκα απομακρύνεται. Δεν του αρέσουν μάλλον οι γυναίκες. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πριμάτσος, ο πρωθύ, ο πρωκτυπουργός, ως πρώτος μεταξύ πολλών νταβάδων που μας βγάζουν στο κλαρί και μας εκμεταλλεύονται.

  1. - Κομμένο τον βλέπω τον πρωτονταβά που αριβάρισε από Βρυξέλλες.
    - Έχει μαζέψει τώρα τα χορχορότεκνα και κοιτάνε πώς θα σβήσουνε τις χορχόρες.
  2. Γέλαγα με το «μπαγκέτο» που σημαίνει πέος και είναι εμπνευσμένο από την τότε διαφήμιση των ΕΛΤΑ, θαύμαζα τη μαεστρική διάθεση κριτικής απέναντι στους φορείς εξουσίας με λέξεις όπως ο «πρωτονταβάς» που σημαίνει Πρωθυπουργός και μάθαινα ότι λέξεις όπως «κουλή», «τζάσε» και «τεκνό» διασώθηκαν εσνωματωμένες πλέον στο λεξιλόγιο της δικής μας γενιάς. (Αποκατέ).

Λαμόγελο πρωτονταβά της Ιταλίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified