Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.
Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.
Got a better definition? Add it!
Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.
Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκίζουσα ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικού hooligan, που σημαίνει κάποιον που έχει μια σειρά από παράνομες συμπεριφορές βίας, όπως βανδαλισμό (κυρίως), bullying και μπαχαλακισμό (βλ. στον σύνδεσμο για πιθανές ετυμολογίες). Ο χουλιγκανισμός, όμως, συνδέεται συνήθως με θερμόαιμους οπαδούς αθλητικών ομάδων οι οποίοι είναι συχνά σε ομάδες και ενίοτε οργανωμένοι. Μεταφέρεται και απλώς ως χούλιγκαν ή ως χουλιγκάνος που κττμγ είναι ένα κλικ λιγότερο σλανγκ απ' το χουλιγκάνι.
Έχω την εντύπωση, κι ελπίζω να συζητηθεί, ότι ένας τρόπος εκσλανγκισμού λέξεων είναι η μετατροπή τους σε ουδέτερα με κατάληξη σε γιώτα και τονισμό στην παραλήγουσα. Εκτός από το χουλιγκάνι, έχω υπ' όψη μου τα: μουσλίμι (<μουσουλμάνος), μαχίμι (<μάχιμος), καταδρόμι (<καταδρομέας), αλλά νομίζω ότι υπάρχουν και άλλα.
Got a better definition? Add it!
Είναι τα ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες. Χρησιμοποιούνται για SMS ή στο MSN ή στο mail από Έλληνες του εξωτερικού (γιατί αν στείλεις με ελληνικούς χαρακτήρες θα εμφανίζονται μόνο σύμβολα).
einai apisteuto
Αντίστροφο: engreek.
Το αντίστοιχο σε άλλες γλώσσες: عربيزي, عربي (αραβικά), шльокавица, методиевица, методиица, кирливица, мейлица, чатица, латинец, есемесица, Интернет жаргоница (βουλγαρικά), فارگیلیسی (περσικά), волапюк (ρωσικά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χώρος που έπαιζε κανείς ηλεκτρονικά παιχνίδια, φλιπεράκια και μπιλιάρδο ή πινγκ-πονγκ σε παλιότερες δεκαετίες. Ο διάδοχος του σφαιριστηρίου και πρόγονος του νετ-καφέ.
- Πάλι στα ουφάδικα ξημεροβραδιάζεται το ρεμάλι ο αδερφός σου;
- Έλα μωρέ γέρο, μην του τη βγαίνεις με κόκκινο. Αφού ξέρεις ότι έτσι τη βρίσκει καλύτερα, του την δίνει η φάση που λένε.
- Ποιοι;
Got a better definition? Add it!
Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).
Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.
Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.
Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).
Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!
Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.
Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.
Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;
Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...
Got a better definition? Add it!
Η δεκαετία του 80. Τα έιτιζ (eighties). Η κατάληξη -αζ, γραμματικά, φοριέται και για όλες σχεδόν τις δεκαετίες. Τριάνταζ, σαράνταζ, πενήνταζ, εξήνταζ, εβδομήνταζ, ογδόνταζ, ενενήνταζ.
Χλευαστική παράφραση της αγγλικής κατάληξης -ιζ (-ies). Λύνει και το πρόβλημα της περίφρασης στα ελληνικά: πού να λες τώρα «δεκαετία του ...».
Επέλεξα για λήμμα τα ογδόνταζ καθότι αυτά έχουμε αναφέρει περισσότερες φορές εδώ μέσα. Αλλιώς θα έπρεπε να γράψω -αζ, αλλά κανείς ποτέ δεν θα το έβρισκε να το λινκάρει.
Πωωω, ξαναγυρίζουν το μπάγκυ και η βάτα των ογδόνταζ, δεν θα το αντέξω ξανά!
Got a better definition? Add it!
Ελληνοαμερικανική έκφραση η οποία προέρχεται από την αγγλική λέξη block=οικοδομικό τετράγωνο + την γνωστή ελληνική κατάληξη -ος. Ο υποφαινόμενος άκουσε την παραπάνω λέξη μαζί με πληθώρα άλλων συναφών στο ταξίδι του στις USA. Ο πληθυντικός είναι δόκιμος και ως μπλόκια και ως μπλόκοι (βλ. παραδείγματα).
Είναι μόνο δύο μπλόκους παρακάτω, σο πάμε να δούμε.
- Oh my gad, Harry! Πώς κι' από δω;
- Περπάτουσα στους 42 δρόμοι κι' είπα δεν πετάγομαι στο φίλο μου τον Τζώρτζη δυο μπλόκια παρακάτω να του πω ένα γεια...
Βλ. επίσης δώσε κώλο στον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ειδικότερα την Ευρωζώνη.
Κατ' αρχήν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταφορά στα ελληνικά του Euroland (δες), το οποίο δηλώνει βασικά την Ευρωζώνη, δηλαδή τη ζώνη των χωρών που χρησιμοποιούν το Ευρώ.
Πράγματι, πολλές φορές χρησιμοποιείται με αυτήν την ειδική σημασία. Ωστόσο, επειδή το δοκιμότερο είναι ο όρος Ευρωζώνη, ορισμένες φορές το Ευρωλάνδη λειτουργεί ως ένας ήπιος μειωτικός χαρακτηρισμός. Μπορούμε εξάλλου να το βρούμε να χαρακτηρίζει γενικότερα την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι σε αντίθεση με τον ελληνοπρεπή όρο Ευρώπη, το Ευρωλάνδη, του οποίου το δεύτερο συστατικό ανάγεται σε παλαιογερμανική λέξη, που έχει όμως επιβιώσει και στα αγγλικά και στα γαλλικά, εκφράζει περισσότερο μία Ευρώπη κυριαρχούμενη από Γερμανούς ή γερμανικά φύλα με την ευρύτερη έννοια, όπως λ.χ. τη φραγκική Ευρώπη του Καρλομάγνου που συμπίπτει με τον σκληρό πυρήνα της αρχικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλοτε πάλι, το Ευρωλάνδη μπορεί να υπονοεί ότι είναι σαν όλη η Ευρώπη να έχει γίνει μια ενιαία χώρα, ισοπεδώνοντας με την ομοιομορφία της τις πολιτισμικές διαφορές και ιδιοπροσωπίες των επιμέρους λαών. Με κάποια κλικ καχυποψίας παραπάνω θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε ότι παραπέμπει και σε τριτοκοσμικές χώρες, πρώην αποικίες, όπου έχει κοτσαριστεί α πουστεριόρι το -λάνδη και έχει επικρατήσει μέσω της αποικιοκρατίας, παραπέμποντας έτσι σε μία Ευρώπη όπου λαμβάνει χώρα μια εσωτερική αποικιοκρατία, αν και αυτή η ερμηνεία είναι πιο τραβηγμένη. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου είναι ρευστή, απλώς ήθελα να θίξω έναν ήπιο και ελαφρό μειωτικό χαρακτήρα που έχει ο όρος, καθώς στα ελληνικά χρησιμοποιείται ενίοτε με μια δόση ευρωσκεπτικισμού, χωρίς ωστόσο να αποτελεί ένα καθαυτό εθνοφαυλιστικό.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αστειεύεται με έναν ηλίθιο και άκομψο τρόπο. Προέρχεται από εκπομπή του Σεφερλή.
Κανά μπούτσο τρως;
Χούμορ κάνωωωω, χούμοοορ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified