Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Got a better definition? Add it!
Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.
Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»…
Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!
Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.
Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.
Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…
- Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;
- Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
- Γαμήσατε, γαμήσατε;
- Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;
- Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
- Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
- Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…
Got a better definition? Add it!
Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.
Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ
Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.
Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.
Got a better definition? Add it!
Τα διακοσάευρα. Άκουσα και το «χλεμπονιάρικα» και το κίτιρινα. Λέγεται από ταμίες χοντρών κι όχι λιμών.
Ήδη αναφέρονται αλλού τα μωβ, τα πράσινα και τα γιοφύρια. Για τα κατοστόευρα άκουσα το «λαχανιά», αλλά επιφυλάσσομαι κάργα.
- Σκανάρησες τα κίτρινα;
- Στάκα να ξεμπερδέψω με τα μωβ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που ναι μεν δεν απαντάται στον γούγλη αλλά λέγεται αρκετά. Περιγράφει ένα ακαθόριστο χρώμα που θυμίζει μουστάρδα με στοιχεία κουτσουλιάς περιστεριού. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ωραίο, ούτε καν σε πλακάτο χρώμα.
Πάλι θα φορέσεις αυτό το μουσταρδοκοτσιλί σακκάκι; Έλεορ!
Got a better definition? Add it!
Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.
Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως ήδη καταλάβατε, αποτελεί τη μετάφραση της λέξεως «πορτοκαλί» εις την μουρτζοβλάχικήν διάλεκτο. Απαντάται δε και εις την μπαστουνοβλαχικήν καθώς και εις την στρουγγοβλαχικήν.
Αι τοιαύται διαλέκτοι ομιλούνται συχνάκις εις την ακριτικήν περιοχή των Αγ. Αναργύρων, Περιστερίου και δει εις το μακρινό και ηρωϊκό Μπουρνάζι.
Δώστε βάση παρακαλώ στον παρακάτω ανθρωπολογικού περιεχομένου διάλογο ο οποίος έλαβε χώραν στην τοποθεσίαν «Ελληνάδικο SMS Club - Μπουρνάζι».
Βλαχλάντερ: «Ουρέ σκυλιέ! Πήρς κινούργ' αμάξ' ; Κι ειν' κι ιγωνιστικό τζιτι ααααα!!! (ώ φίλτατε! Ηγόρασες νέον αυτοκίνητον! Παρατηρώ δε ότι είναι αυτοκίνητο αγώνων τύπου GT! Έκτακτο!);»
Μητρουλεϊτορ: «Εμ βίβαια, του πήρα του κουλοφτιαγμένου κι μάλτσ' περτικαλί για να με τηράν οι τσούπρς! Χι χαα! (Μα ασφαλώς! Ηγόρασα βελτιωμένο δε μοντέλο ίνα με προσέχουν αι κορασίδαι! Ούραααα!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χρώμα του τσιμέντου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τσιμεντουπόλεις που έχουν γίνει τα ελληνικά άστεα. Σαν να μην έφτανε αυτό το τσιμεντί χρώμα έχει γίνει και καλλιτεχνική άποψη, καθώς πολλοί είτε λόγω κωλοτρυπίδας, είτε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, βάφουν κιόλας ορισμένα κτίρια σε χρώμα τσιμεντί. Επίσης, μπορεί να περιγράψει καταστάσεις μελαγχολίας, όταν γυρνάς από τη φύση, το καλοκαίρι κτλ και ξανακλείνεσαι μέσα σε μια τσιμεντούπολη ή σε ένα τσιμεντένιο ψυχικό τοπίο κ.ά.
Got a better definition? Add it!
Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.
Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.
Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.
Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!
Got a better definition? Add it!