Further tags

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.

Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.

Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!

Αυτό κι αν είναι μπεστσέλερ! (από Khan, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

  1. Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.

  2. Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.

Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).

  1. - Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)

  2. - Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)

  3. - Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος.

Πιο συγκεκριμένα, το μπίζηλο αντικείμενο μπορεί να είναι:

1) περίπλοκο, που θέλει μανούβρα για να δουλέψει.
2) ζόρικο, που δεν παίρνει μπρος ή δεν ξεκολλάει αν δε βάλεις δύναμη.
3) άβολο, που δεν μπορείς να το κουμαντάρεις εύκολα λόγω διαστάσεων ή σχήματος.
4) λεπτεπίλεπτο, που θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να μη χαλάσει.

Αντίστοιχα, ο μπίζηλος άνθρωπος μπορεί να είναι:

5) αλλόκοτος, sui generis και δε βγάζεις άκρη μ' αυτόν.
6) τσαμπουκαλεμένος και δεν τον κάνεις καλά εύκολα (άσε δε που δε σου κάθεται).
7) ασθενικός, μη μου άπτου και φοβάσαι να τον ζορίσεις μη σου πάθει τίποτα.

Άλλες μορφές: πίζηλος, πίζουλος, μπίζουλος.
Συνώνυμα: ζόρικος, τζαναμπέτικος.
Αντώνυμα: μανιτζέβελος, ματζόβολος.
Ετυμολογία: πιθανόν από το επίζηλος, βλ. τη συζήτηση εδώ.

  1. - Πήρα, που λες, ένα κρεβάτι απ' το ΙΚΕΑ σε κομμάτια, με τις οδηγίες χρήσης του, με το άλεν του, με απ' όλα. Ε, ακόμα κοιμάμαι στον καναπέ. Πολύ μπίζηλο πράμα, τρεις άνθρωποι μαζευτήκαμε και δε βγάλαμε άκρη πώς διάολο συναρμολογείται η μαλακία.

  2. - Άντε ρε μάστορα, ακόμα να τη φτιάξεις τη ρημάδα τη βρύση;
    - Είναι μπίζηλο, παιδάκι μου, (γκννν!) κι έχει κολλήσει (γκνννχ!), αλλά θα του δείξω εγώ (γκνννννννχ!) πώς γαμάει ο Πειραιάς!
    (η βρύση σπάει και τους κάνει όλους μουνί)

  3. (σε μετακόμιση)
    - Έλα, έλα, έλα...
    - Φέρ' το δεξιά!
    - Αριστερά πήγαινέ το!
    - Ελάτε και οι δύο πίσω, γιατί θα βρείτε!
    - Μα γαμώ το ξεσταύρι μου, ρε Κώστα, πώς τα πακέταρες έτσι τα πράγματά σου; Τι μπίζηλο κουτί είν' αυτό, δε χωράει πουθενά!

  4. - Τι σιχτίρ είν' αυτό πάνω στο κομοδίνο, ρε Τασία, με τη ρόδα και τα νερά και τα κέρατα;
    - Καταρράκτης, Γιώργο μου!
    - Ποιος ήρθε;
    - Φενγκ σούι είναι, Γιώργο μου! Χρειαζόμαστε τρεχούμενο νερό στα ανατολικά για να κόβει την πορεία των αρνητικών κυμάτων απ' τη γρουσούζα την κυρά-Μαρία απέναντι και... ΜΗ! Μην το πειράζεις! Θα χαλάσεις τη ροή!
    - Μπα πανάθεμά το, είναι που είναι κιτσαριό, είναι και μπίζηλο από πάνω! Πας καλά, ρε Τασία; Θα κοιμάμαι μ' αυτή τη μαλακία πάνω απ' το κεφάλι μου;

  5. - Ρε συ, αυτός ο Στέφανος τι καπνό φουμάρει; Πολύ μυστήριος μωρ' αδερφάκι μου... όλο μουρμουράει κάτι περίεργα και τους κοιτάει όλους με μισό μάτι. Στέκει;
    - Μωρέ στέκει, αλλά είναι μπίζηλος. Καρακοσμάρα, μη δίνεις σημασία.

  6. - Δε μου λες βρε Λίλιαν, ο Νίκος είναι γκέι;
    - Καλέ όχι, γιατί το λες αυτό;
    - Γιατί του την έπεσα στυγνά στο μπαρ και του 'κανα γκλίνγκι-γκλίνγκι τα κλειδιά του σπιτιού μπροστά στη μούρη του, κι αυτός, αντί να μ' ακολουθήσει με τη γλώσσα έξω, μου γύρισε πλάτη κι άρχισε να μιλάει με τον κολλητό του για την ΑΕΚ!
    - Α, ναι, είναι λίγο μπίζηλος. Του έχει καρφωθεί ότι μόνο οι άντρες κάνουν την πρώτη κίνηση και τσαμπουκαλεύεται - και καλά. Την επόμενη φορά, περίμενε μέχρι να φτάσει στο τέταρτο ποτό και να πάρει το γνωστό ηλίθιο ύφος. Μετά, τον κάνεις ό,τι θέλεις.
    - Ντεφά;
    - Αφού σε λέω...

  7. - Καλή ’ναι η κοπελιά ντου, μα μου φαίνεται πολλά μπίζηλο πράμα και το σκέφτομαι να την κάμω νύφη.
    (πάλι από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified