Further tags

Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το παλιό ελληνικό σήριαλ «Οι μεν και οι δεν». Λέγεται σε αντιδιαστολή ως προς τη λέξη μάγκας και υπονοεί τον τσάμπα μάγκα, τον γιαλαντζί μάγκα.

- Ρε Δάγκα, άσε τους ψευτοτσαμπουκάδες και τις μαγκιές. Δεν περνάνε εδώ αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.

- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.

Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος που λέει λέει λέει και το νόημα ανύπαρκτο. Δηλαδή σαν τις βραζιλιάνικες υπερπαραγωγές που τα αστέρια ανοιγοκλείνουν το στόμα 1 λεπτό για να ακουστεί ένα ελληνικά μεταγλωττισμένο «ναι».

Τι είπε πάλι ο βραζιλιάνος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο emo που και όλοι στην οικογένειά του είναι emo.

-Φίλε, ποια η γνώμη σου για τον Τάκη τον αυνανιστή;
-Δίκε μου, μην του μιλάς. Είναι καθαρόεμος. Κάναμε παρέα μέχρι που έμαθα πως όλο του το σόι ήταν emo...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified