Further tags

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής, παραπλήσιος, που άπτεται μεν του θέματος αλλά σε δευτερεύοντα βαθμό, σχετικός μεν αλλά μάλλον επιφανειακά ή συνειρμικά ή και από διαφορετική οπτική γωνία.

Σε κουβέντα, χρησιμοποιείται συνήθως στο ουδέτερο, για να εισαγάγει σχετικοάσχετη πληροφορία (παρ. 2).

Ψιλοσχετικό, ψιλοάσχετο. Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Σε χορτοφαγική ομάδα στο φέισμπουκ:
    Να πούμε και κάτι σχετικοάσχετο με την ομάδα, αν δεις ότι τρως κρέας στον ύπνο σου, ξέρετε τι σημαίνει; ... Όπως μου έλεγε πάντα η μητέρα μου, δεν είναι καλό όνειρο, σημαίνει στεναχώρια. Όσες φορές το είδα, μου βγήκε, τυχαίο; Καλό βράδυ.. (από εδώ)

  2. Σε νήμα με τίτλο «Anime»:
    Σχετικοάσχετο, αλλά ίσως το θέμα θα μπορούσε να γίνει γενικά «Anime & Manga»; Εγώ τουλάχιστον, πολλές φορές προτιμώ τα manga κάποιων σειρών, ειδικά σε περιπτώσεις που η σκηνοθεσία και τα animation studios κατακρεουργούν τις μεταφορές (από εδώ)

  3. H Sony κάνει καλές κινήσεις σε tablet και smarts τελευταία. Φαίνεται ότι προσπαθεί. Μερικές σχετικοάσχετες παρατηρήσεις.. Αυτά τα αντικείμενα χάνουν πολύ γρήγορα τη χρηματική αξία τους, λίγο πολύ όλοι το γνωρίζουμε και δεν περιμένουμε να πάρουμε τα λεφτά μας πίσω. Τα προϊόντα της apple χάνουν αξία με σχετικά αργότερο ρυθμό. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά, η χούμση, ως τόπος που είναι μαντρωμένοι οι λεβέντες.

Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα. «Ήµουνα ροκαί σαµέ, μπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρμέλα µίλι…».
(Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου αποκατέ)

Αφιερωμένο στους εχθρούς του Σαββόπουλου <3 (από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη Live-pedia: στενόκωλος -στενόκωλη -στενόκωλο (επίθετο) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :στενο - κωλ (κώλος) -ος] αυτός που έχει στενό κώλο, ο στενοκώλης αντίθετα: φαρδύκωλος, φαρδοκώλης.

Ας μας επιτραπεί να anal-ύσουμε λίγο παραπάνω. Ο στενόκωλος, -η, -ο λέγεται περισσότερο ως μεταφορική περιγραφή χαρακτήρα ανθρώπου ή δυσκολίας κατάστασης ή στενότητας χώρου και δευτερευόντως με τη συγκεκριμένη εμφανισιακή και ανατομική σεξουαλική σημασία αυτού/-ής που δεν έχει φαρδύ κώλο.

Χαρακτηριστική είναι κυρίως η διάκριση μεταξύ στενόκωλης και στενοκώλας: Το στενόκωλη έχει περισσότερο τη σημασία της στριμόκωλης, περιγράφει περισσότερο κατάσταση και χαρακτήρα μεταφορικά, ενώ το στενοκώλα έχει πολύ πιο συγκεκριμένη ανατομική σεξουαλική σημασία.

Παρά αυτή την, κατά τη γνώμη μας, μικρή διαφορά έμφασης, τα στενόκωλος-η-ο παρουσιάζουν όλο το φάσμα των παρακάτω σημασιών:

  1. Στενός χώρος, όπου δυσκολεύεσαι να καθήσεις τον κώλο σου (πιο αθώα ερμηνεία), ή που σου προκαλεί μια ασφυξία ανάλογη με πέοντα που προσπαθεί να διεισδύσει σε στενό πρωκτό (πιο πονηρή ερμηνεία).

  2. Χαρακτήρας σφιχτοκώλης, anal-retentive που λένε και στο χωριό μου, που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, σπασαρχίδης, εξουσιομανής, ψυχαναγκαστικός με τον έλεγχο και γενικά δεν αφήνεται στη jouissance της στιγμής.

  3. Κατάσταση δύσκολη, στριμόκωλη που ελπίζουμε ότι θα περάσει εβέντσουαλjυ όπως ακριβώς ο πέοντας δυσκολεύεται προς στιγμή να διεισδύσει σε μία στενή κωλοτρυπίδα αλλά διατηρεί την ελπήδα ότι τελικά θα τα καταφέρει.

  4. Και με την πιο κυριολεκτική σημασία ο στενόκωλος-η, πράγμα που φαίνεται κυρίως στο σεξ, που μπορεί να έχει και καυλή έννοια. Παρεμπιπτόντως, πολύ ενδιαφέρουσα η έκφραση «από τότε που ήταν στενόκωλος/-η ο/η τάδε» (παρτόλα/ς) ως συνώνυμο του τότε που ήταν η Ακρόπολη οικόπεδο και ο «βασιλικός» (εθνικός) κήπος γλάστρα κιέτσ'.

  5. Επίσης, εμφανισιακά αυτός που έχει πεσμένο κώλο, που δεν είναι τουρλοκώλης-α ή μπουζουκόκωλος-η.

  1. Ο χωρος γουστοζικος με το μπαρ μες τη μεση αλλα σιγουρα στενοκωλος.. (Από κριτική στριπτιτζάδικου)

  2. να κανουμε μια στηλη με στιγμες που πηγαν να γινουν one night stand αλλα δεν εγιναν ειπαμε στενοκωλος!
    αμα κανουμε τετοια στηλη εγω δε θα γινω ποτε forum master δε θα χω να γραψω τιποτα! αφου ο μονος λογος για να μην εκπληρωθει one night ειναι να μην θελω εγω βεβαια στενοκολος ειμαι εγω στις σχεσεις αλλα τεσπα (Από φόρουμ).

  3. Αυτοι οι εγγλεζοι ρε παιδι μου αγαπη που μας εχουν.Καλα οι γερμανοι εχουν λογους να μη μας γουσταρουν αφου παντα ειμαστε εχθροι τους σ ολους τους πολεμους. Αλλα οι φλεγματικοι οι στενοκωλοι,οι ασπρουλιάρηδες, απο που και γιατι τετοια αντιπαθεια. Μαζι τους χρονια πολεμουσαμε,χρονια πολλα συμμαχοι,και ακουμε συνεχεια απ αυτους υβρεις και σχολια ειρωνικα. Οι ξεπεσμενοι αριστοκρατες,τεως αποικιοκρατες,ρατσιστομουτρα τι τους καναμε; (Εδώ).

  4. tha to edina free alla eimai se idiaitera stenokoli katastasi (Εδώ)

  5. For all fantariaaa pou ypiretoun kai einai se kapia stenokoli skopia kai perimenoun na perasei to gamimeno to 2oro skopia pantazis laiko elliniko yunanıstan. (Από βιντεάκι)

  6. Αλλη ω θεοί! σαν μαϊμού είν ασχημομούρα, στενόκωλη, άβυζη, κοντόλαιμη, καμπούρα! Κακιά, μικρόψυχη, όσο ζει, δεν λέει να πάψει Τρόπους να βρίσκει, ποιόν και πως μπορεί να βλάψει. (εδώ)

  7. Το΄τα ούλλα που γράφετε ενν χιλιοειπωμένα. Ενν που τον τζιαιρόν που ηταν στενόκωλη η ΠΑΟΛΑ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έδεσμα ακριβώς αντίθετο από το κουτόχορτο. Όταν το τρως γίνεσαι αίφνης πονηρός και εξυπνάκιας. Με άλλα λόγια, ρωτάμε έναν συνομιλητή αν έχει φάει πονηρόπιτα σε περιπτώσεις που προσπαθεί να μας ξεγελάσει και νομίζει ότι δεν θα το καταλάβουμε, ή που το παίζει έξυπνος, εξυπνίδης, αλητίστας.

Μερικές φορές το τρώω πονηρόπιτα μπορεί να δηλώσει ότι πέφτω θύμα πονηριάς, αν και μάλλον κατά παραφθορά της αρχικής σημασίας της φράσης κττμγ, ενώ κερνάω πονηρόπιτα ότι προσπαθώ να πιάσω κάποιον κότσο.

  1. γεννηθήκατε έξυπνοι η φάγατε πονηρόπιτα; 2 μήνες στο πεύκο και 3 μήνες παραμεθώριο έκανα..και μαγκιά μου που είχα βύσμα και μπήκα σε γραφείο..εγώ τουλάχιστον πήγα..και δεν κόπηκα σαν γιωτόμπαλο όπως εσείς.. (Εδώ).

  2. πονηροπιτα φαγατε το πρωι ε;αντι να πειτε ενα μπραβο που ελληνες διαπρεπουν στο εξωτερικο το παιζετε γατακια.χαζεψατε απο τη φαπα και γινατε μαγκες στο ιντερνετ. (Εδώ).

  3. έλα αγορίνα, αλλού η πονηρόπιτα, σε αυτούς που σε πέρνει και την τρώνε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -πιασμα ρατσιστική βρισιά, παρόμοια με τα τουρκόσπορος και τουρκανάκατος. Αρχικά χρησιμοποιείτο κυρίως ως βρισιά εναντίον Ελλήνων που είχαν καταγωγή από τόπους τουρκοκρατούμενους, λ.χ. Μικρασία και Πόντο, ή με τουρκική πληθυσμιακή πλειοψηφία. Πλέον χρησιμοποιείται περισσότερο ως βρισιά για κάποιον θεωρούμενο ως «Τουρκόφρονα», δηλαδή για κάποιον που υποστηρίζει τα συμφέροντα των Τούρκων και εν γένει δεν είναι (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων την έκφραση) αρκετά Έλληνας- ελληνόφρων.

  1. Αλλά η Ερυθρόμαυρη Συμμαχία είχε στο Ανώτατο Δικαστήριο τον πρόεδρο της τον Σπαχίου, που αυτός είναι τουρκόπιασμα, είναι άνθρωπος των Τούρκων στην Αλβανία και τον κάνουν ότι θέλουν. (Εδώ).

  2. Τη λες βρε υποκειμενο ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ..Να σε χαιρονται οι μαλακες που σε ψηφυσανε.Θα δεις στον επομενο γυρω που θα πατε εσύ κι ο κυρ-Φώτης σου παλιοπουτάνα! (Από διαδικτυακές βρισιές).

  3. ΠΑΛΙΟ ΤΟΥΡΚΟΠΙΑΣΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙς ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΑΝΤΕ ΒΡΕΣ ΕΝΑ ΤΑΓΜΑ ΑΠΟ ΑΡΑΠΑΔΕΣ ΝΑ ΓΑΜΙΕΣΕ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ ΑΣΕ ΥΣΗΧΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,ΞΕΦΤΙΛΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (από διαδικτυακές βρισιές).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified