Further tags

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι επιφώνημα θαυμασμού για μια γυναίκα με τρομερές καμπύλες, και επειδή δεν μπορούμε να φωνάξουμε «ρε τι κωλάρα είσαι εσύ;;», λέμε «α ρε κωλάρα Κροφτ!»

Συμπεριλαμβάνεται βέβαια και η γνωστή ηθοποιός Angelina Jolie από την οποία πάρθηκε η λέξη αυτή.

- Ρε μαλάκες κοιτάξτε μια γκομενάρα!
- Πω ρε είναι και πολύ κωλάρα Κροφτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα με πεσμένα κωλομέρια, λόγω ηλικίας, χρήσης ή κακής κατασκευής.

- Πήρες πρέφα το μωρό;
- Σιγά τη χαμηλοκώλα...

(από electron, 28/11/09)(από electron, 28/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, χοντρός και καραφλός άντρας.

- Καλά είδες τον τύπο που τα έφτιαξε η Μαίρη;
- Ναι ρε συ! Καλά τι του βρίσκει του θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.

Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:

  1. Η γυναίκα πρέπει να φοράει μίνι
  2. Πρέπει να σκύψει να πιάσει κάτι από το έδαφος
  3. Σκύβοντας, τα πόδια πρέπει να είναι ενωμένα και να ΜΗΝ λυγίσει τα γόνατα
  4. ΔΕΝ πρέπει να φοράει εσώρουχο.
  5. Ο αναζητητής προέλευσης του όρου (δηλαδη ΕΣΥ) πρέπει να βρίσκεται ακριβώς από πίσω της και σε κάποια σχετική απόσταση

Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.

Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:

(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό

Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:

Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:

- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!

Για του λόγου το αληθές! (από Vrastaman, 22/10/08)Όλο μέσα. (από Galadriel, 05/02/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.

Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνδρας. Λέγεται και για γυναίκες.

- Κοίτα να δεις τη Λίτσα που πηδιέται με αυτόν τον κουβά. - Ας μην είχε φράγκα και θα σού 'λεγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified