Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρωδία του ψευδώνυμου «Κώστας Μύρης» του κριτικού τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το «Μύρης» προέρχεται από ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για έφηβο μυρωμένο με μύρα, το οποίο έχει πολλούς συμβολισμούς. Πάντως το ψευδώνυμο του γνωστού θεατροκριτικού παραφράζεται σλανγκικώς σε «καλομύρη» ή «κακομύρη», ανάλογα με τα γούστα του καθενός, αν του αρέσει η όχι το ιδιάζον ύφος του εν λόγω κριτικού.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον του όρου είναι ότι με αφορμή τον Μύρη, ο όρος κακομύρης κατέληξε να χαρακτηρίζει όλους τους κριτικούς σινεμά και θεάτρου και γενικά δημοσιογράφους, οι οποίοι κακομυ(οι)ριάζουν, από την υπερβολική κουλτούρα τους μιζερεύουν και θάβουν ανελέητα και υπερβολικά τα έργα που μας αρέσουν, ενώ χρησιμοποιούν την εξεζητημένη εκφραστική τους δεινότητα για να επιτίθενται ανελέητα σε πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή για έναν γνωστό τύπο κριτικού που συνηθίζεται στην Ελλάδα. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί και για κάθε κριτικό του κώλου.

Ο όρος «καλομύρης» τώρα. Τακτική του Μύρη ήταν ότι, αφού καθιερώθηκε γράφοντας πολύ δριμείες και αυστηρές κριτικές, στην ωριμότητά του άρχισε τα γλυκόλογα και τις γεροντοκαψούρες. Και ιδίως προς θεατρικά έργα συγκεκριμένων σκηνοθετών (λ.χ. για τον Ευαγγελάτο τον έχουν χτυπήσει πολύ). Οπότε ο όρος «καλομύρης», με αφορμή μόνο τον Μύρη, αναφέρεται σε κριτικούς που επαινούν υπερβολικά. Μια ιδιαίτερη εκδοχή είναι οι κουλτουριάρηδες κριτικοί που επαινούν και έργα της ποπ κουλτούρας για να το παίξουν υπεράνω και άνετοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έπαινοι ορισμένων κριτικών για την ερμηνεία της Καλομοίρας στο Ηρώδειο, όπου προσκλήθηκε από τον φίλο του Μύρη, Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε ο όρος «καλομύρης» ήρθε κι έδεσε με την Καλομοίρα. Προς τιμήν πάντως του Σαββόπουλου, είπε μια υπέροχη ατάκα: «Είδατε; Εμένα μου πήρε σαράντα χρόνια να με δεχτούν στο Ηρώδειο, ενώ της Καλομοίρας της πήρε λίγους μήνες»...

- Πάμε να δούμε το «Ο Χάρρυ Πόττερυ και το πήλινο δοχείο νυκτός»;
- Α πα πα! Τό 'θαψε ο κριτικός του Βήματος!
- Άσε μας μωρέ με τον Κακομύρη! Για να τό 'θαψε αυτός, πάει να πει πως είναι καλή η ταινία!

Ο Κώστας Μύρης, "καλομύρης" ή "κακομύρης", ανάλογα με τα γούστα σας... (από Hank, 10/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη σωστή φωνητικώς ορθογραφία της λέξης, που σημαίνει πως βιάζομαι μεν, αλλά απο τον χρόνο δε, σε αντίθεση με την λέξη βιάζομαι, που αναφέρεται στον σεξουαλικό βιασμό.

-Θα πάω για ψώνια.
-Κοίτα να βιαστείς όμως, ε;
-Εεε;
-Εννοούσα, να μην βγιαστείς.
-Ααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν έχεις πάει πρώτη δημοτικού και δεν είσαι σίγουρος αν πρέπει να πεις "καταρχήν" ή "καταρχάς".

- Σου αρέσει αυτή η φωτογραφία μου με το σκύλο;
- Καταρχάν είναι λες και του κάνεις κεφαλοκλείδωμα.
- Όχι μωρέ του κάνω χριτσι χριτσι που τους αρέσει εκεί

Got a better definition? Add it!

Published

Universal φράση για την έκφραση συμπόνιας σε άσχημες καταστάσεις. Από εξτριμ μέχρι λάιτ περιπτώσεις

- Πέθανε το χρυσόψαρο μου από καλαζαρ

- Ριπ μποζο

- Έγραψα τρία σε διαγώνισμα που διάβασα

- Ριπ μποζο

Got a better definition? Add it!

Published

Ανορθόγραφη μορφή του «υπερκαινοφανής» (ενν. αστέρας) = σούπερ νόβα. Επίθετο για την πρωτάκουστη ανοησία, για την κενή περιεχομένου έκφραση που ακούγεται πρώτη φορά.

Τον άκουσα να μιλάει και πάλι στα τηλεοπτικά παράθυρα και γελούσα με τις υπερκενοφανείς ελληνικούρες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ και ο ανορθογραφισμός. Σλανγκιστί λέγεται και ατονία ή κατατονία. Μοιάζει πιο πολύ με τον ασιγματισμό, καθώς γίνεται πιο πολύ για λόγους ευκολίας και κερδίσματος χρόνου, κι όχι για ιδεολογικούς ή ψυχο(παθο)λογικούς λόγους. Ο ατονιστής θέλει να ολοκληρώσει την αλλαγή που έγινε στο γραπτό μας σύστημα με το πέρασμα από το πολυτονικό στο μονοτονικό, και ίσως θεωρεί εαυτόν ως προάγοντα σε μια αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση που κάποτε μπορεί να έρθει.

Αντώνυμα: πολυτονισμός. Υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να χρησιμοποιούν τους τόνους και τα πνεύματα του πολυτονικού συστήματος και στα φόρα και αλλού στα διαδίχτυα.

Μελετάται έντονα από τους ειδικούς σλανγκολόγους των φορόρουμ [Σημ: ψωνισμένος τρόπος να πεις «φόρουμς» στην Γενική] αν υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ ατονισμου και ασιγματισμού. Είναι νωρίς πάντως για να βγουν οριστικά συμπεράσματα σ' αυτήν την διερεύνηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified