Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού.
Ο όρος προέρχεται από τον παγκοσμίας(;) φήμης(;;) στυλίστα(;;;;;) Λάκη Γαβαλά.

Κύρια γνωρίσματα του εν λόγω ατόμου:

  • Αβρότητα τρόπων, χειρονομιών και ομιλίας.
  • Άποψη επί παντός θέματος με επικρατέστερη τη δική του.
  • Ακαθόριστο επάγγελμα του τύπου «άνθρωπος της μόδας» και συναφών χαρακτηρισμών (ακριβής ανατύπωση της διαδικτυακής σελίδας του κ. Λάκη Γαβαλά).
  • Ιδιάζουσα ενδυματολογική άποψη με προτίμηση στις ζαρτιέρες. Επίσης η γενικότερη αμφίεση θυμίζει πουλί (φτερά και πούπουλα).
  • Θαμώνας του πολυβασανισμένου νησιού της Μυκόνου (πρόσφατα στον κ. Γαβαλά εδόθη επίσημα εν μέσω πανηγυρισμών, ο τίτλος «αδερφή του Πέτρου», δηλαδή του ετέρου πτηνού που κατοικεί στη Μύκονο).
  • Μεγάλος κύκλος γνωριμιών με περσόνες διεθνούς φήμης (Έφη Θώδη, Βέρα Λάμπρου, Ελένη Λουκά, Ελεονόρα Μελέτη κ.ο.κ) που ασκούν και συναφές επάγγελμα: ακαθόριστο. Οπότε υμνούν ο ένας τη «δουλειά» του άλλου.
  • Εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι είναι χρήσιμος στην ανθρωπότητα και χωρίς αυτόν θα έλθει η συντέλεια (παρεμπιπτόντως, στο μυαλό του η «συντέλεια» είναι η Άντζελα Δημητρίου ντυμένη σε αποχρώσεις Ροζ σηθρού).
  • Όταν βρεθεί πλησίον ατόμου με ίδια γνωρίσματα, συγχύζεται αλλάζοντας πολλαπλά χρώματα με επικρατέστερο το πράσινο (παρεμπιπτόντως, το κανονικό του χρώμα είναι το σκατουλί του σολάριουμ).

Επικρατέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των εν λόγω ατόμων, είναι η πλήρης αποφυγή οιασδήποτε συναναστροφής του ιδίου ή του κοινωνικού του κύκλου. Επαφές, έστω και σε μικρές δόσεις, μπορούν να αποβούν μοιραίες, με μεγαλύτερη παρενέργεια την έντονη επιθυμία για οριστική μετακόμιση στη Μύκονο (Βόρεια).

γαβαλάκης

Το όνειρο κάθε γαβαλάκη,
είναι να γίνει Βουγιουκλάκη…

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία και αίσθηση της μόδας συνάμα, ή ετσι τουλάχιστον νομίζει. Εκφράζει άψογα τις εφήμερες τάσεις στη μόδα, τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Συνηθίζει να επιδίδεται σε διάφορα «ινσταλέισιονς» (εξού και η προέλευσις) ή «πρότζεκτς» που είναι συνήθως ετερόκλιτα και εξίσου απαράδεκτα. Το γεγονός ότι δεν έχει ταλέντο σε καμία από τις 14 τέχνες στις οποίες «αυτόν τον καιρό» επιδίδεται, δεν τον πτοεί. Ασχολείται μετά μανίας με την τέχνη του βίντεο άρτ, ράβει τα ρούχα του και είναι συνήθως γκέυ αλλά και dj.

- Θα πάμε Μάκη στο επόμενο πάρτυ Amateur;
- Στάνταρ ρε φίλος... Παίζουν και οι Stileto Scag που είναι πολύ ινσταλέισιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική αγγλιά. Από το αγγλικό in, σημαίνει κυρίως της μοδός. Χρησιμοποιείται σε και καλούα διαλέκτους, όπως η τρεντογλωσσούζ, αλλά είναι ελαφρώς παρωχημένο, υπερβολικά κλασικό. Να μην συγχέεται με το ελληνοπρεπές μέσα, που έχει ελαφρώς άλλη σημασία.

Πηγή: Βικάριος.

Είναι προχώ να λες «προχώ», αλλά πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον ιν, να λες «ιν».

Σχετικό: engreek

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».

  1. Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;

  2. - Ήρθε η Αλεξάνδρα!
    - Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
    - Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!

Ο Μήτσος (από panos1962, 01/11/09)(από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας παραφρασμένες σε Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνας.

Ημουν με απόσπαση φύλακας στη Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνας και το τι γινόταν εκεί μέσα τα βράδια δεν περιγράφεται..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιούχος άγιος των απανταχού τρέντουλων, ο άγιος που τιμούν όλοι οι τρέντυς.

Λεξιπλασία του Μάρκου Σεφερλή, παράγωγη απ' τον προάστιο δήμο του Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Πιθανόν να λανθάνει ειρωνεία για τους κατοίκους δυτικών προαστίων που γίνονται τρέντυς, για να υπεραναπληρώσουν το γεγονός ότι είναι «γεννήματα-θρέμματα» δυτικών προαστίων (κατά Μαζωνάκη). Μεταξύ των ναών του εν λόγω αγίου συγκαταλέγονται το Allou Fan Park και το θεματικό πάρκο των Village Cinemas, μεγάλη η χάρη τους!...

Ήταν γέννημα-θρέμμα Δυτικής Αττικής με περηφάνια και λόγο τιμής... Τώρα γιορτάζει του Αγίου Ιωάννη Τρέντη! Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στο Allou Fan Park και στα Village είναι...

Φιλοτεχνήθηκε και η εικόνα του. (από Khan, 20/02/14)Επικαιροποιημένη εικόνα. (από Khan, 14/03/15)

Βλ. και σχετικό λήμμα κάποτε ήσουνα λεβέντης, τώρα μου 'χεις γίνει τρέντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το μοντέλο, εφόσον είναι γυναίκα, εντάσσεται στο θηλυκό κλιτικό σύστημα. Προσδίδεται έτσι στην λέξη μεγαλύτερη οικειότητα και χάρη. Και μοντέλος για τους άντρες- μοντέλα. Το συνήθιζε πολύ η Ανίτα Πάνια στο Χρυσό Κουφέτο.

Να 'ρθούνε οι μοντέλες μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζιτζής, τζιτζού

Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.

Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified