Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.
- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.
Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.
- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Υπήρξε μέθοδος τιμωρίας και εξευτέλισης στην Αγγλία/Β. Αμερική του 18ου/19ου αιώνα.
Σε μια τυπική φάση με πίσσα και πούπουλα, το άτομο ήταν γυμνό απο τη μέση και πάνω και μια ποσότητα καυτής πίσσας χυνόταν στο σώμα του ενώ ήταν ακινητοποιημένος.
Στη συνέχεια το θύμα σπρωχνόταν σε ένα σωρό από φτερά, έτσι ώστε να κολλήσουν τα φτερά στην πίσσα. Φυσικά ύστερα, το θύμα δεμένο έβγαινε σε κοινή θέα στην πόλη για να ταπεινωθεί πλήρως. Κάτι σαν λιντσάρισμα, νόμος 4000 κτλ.
Χαρακτηριστική τιμωρία που συναντάται κατά κόρον στα κόμιξ Λάκυ Λιούκ (ή Λούκυ Λουκ αν προτιμάτε).
Σήμερα χρησιμοποιείται ως έκφραση για να τονίσει τις καταστροφικές συνέπειες μιας πράξης.
- Ωχ, μαλάκες δεν έχω λεφτά, ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά;
- Ούτε εγώ έχω πάρει αρκετά, πάρε τον Κώστα να σκάσει με λεφτά ασάπ
- Καλά μας βλέπω να φεύγουμε με πίσσα και πούπουλα από δω...
- Ρίχνουμε ένα πιστόλι; Το αξίζουμε μετά από τόσα χρόνια.
- Ναι αλλά άμα μας πιάσουν...πίσσα και πούπουλα μετά.
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.
- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.
- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή!
- Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γκέι, ομοφυλόφιλος.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.
Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!
Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.
Got a better definition? Add it!
Εκτεταμένη χρήση στα εικονογραφημένα κόμιξ για να δείξει ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας σκέφτεται. Κατ' άλλους είναι μετάφραση του αγγλικού mumble mumble, που δείχνει ότι ο χαρακτήρας λέει κάτι ακατάληπτο μέσ' απ' τα δόντια του. Δεδομένου ότι όταν σκεφτόμαστε πολλές φορές ψιλομουρμουρίζουμε κιόλας, μπορεί και οι δύο εκδοχές να είναι σωστές.
- Τελικά τι θα κάνουμε το βράδυ; Πάμε κανα κλαμπάκι ή μήπως θες να πάμε σινεμά και μετά να τσιμπήσουμε τίποτε;
- Χμ... μούμπλε μούμπλε... Να δούμε τι παίζει στο Village;
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο μανιτού, σύμφωνα με την Ινδιάνικη μυθολογία, ήταν το υπερφυσικό πνεύμα που καθόριζε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και της φύσης. Η πανμέγιστη δύναμη της ζωής. Στα Ελληνικά έγινε κυρίως γνωστό μέσα από τα κόμιξ του Λούκυ Λουκ στα οποία οι Ινδιάνοι είχαν τοτέμ αφιερωμένα στο πνεύμα αυτό. Σλανγκιστί, μεγάλος μανιτού λέγεται περιγελαστικά αυτός ο οποίος κάνει πως τα ξέρει όλα, τον ξερόλα. Αν και χρησιμοποιείται για όλα τα θέματα, ο όρος αυτός βρίσκει μεγαλύτερη χρήση ως χαρακτηρισμός κάποιου που το παίζει αυθεντία σε σεξουαλικά ζητήματα, του πουτανιάρη.
(Βλέπε και μάζεψε την μην την πατήσουμε.)
- Ρε φίλε, άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα: Οι γκόμενες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που βαθμολογούνται με 8 και πάνω και σε αυτές που είναι κάτω από 8. Αυτές που είναι χαμηλότερες του 8 είναι γενικά ανασφαλείς και για να τις ρίξεις πρέπει να τις κάνεις να νιώσουν σαν 9άρια ή ακόμα και 10άρια. Άρα, σε αυτές τις γκόμενες πρέπει να πετάς συνέχεια κομπλιμέντα για να τις κάνεις να νιώσουν ωραία. Το πως βαθμολογείσαι εσύ δεν έχει καμία σημασία για αυτές τις γκόμενες γιατί λόγω της ανασφάλειάς τους, τις φτάνει που τις κάνεις να νιώθουν πρώτο πράγμα. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να επισκιάσει όλα τα μειονεκτήματά σου και να σε οδηγήσει στη νίκη του παιχνιδιού.
Αυτές που είναι από 8 και πάνω, συνήθως ξέρουν πού περίπου βρίσκονται και το μεγάλο λάθος που κάνουν συχνά οι άντρες είναι να τις τελειώνουν στα κομπλιμέντα και τις γλυκές κουβέντες. Η γκόμενα δεν δείχνει καμία συγκίνηση σε κάτι για το οποίο είναι σίγουρη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι το να πουλήσεις ιστορία και να ανεβάσεις τον εαυτό σου στα μάτια της. Η γκόμενα αυτή ψάχνει για κάποιον που είναι φαινομενικά ανώτερος από τους άλλους. Ενδείκνυται και μία δόση αδιαφορίας και εκεί που την περιτριγυρίζουν πολλοί, εσύ την αγνοείς επιδεικτικά κάνοντας όμως παράλληλα και την παρουσία σου γνωστή. Ακριβώς αυτή η κατηγορία γυναικών είναι που λέγονται και γραμματόσημα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κολλητέ. Άκου με εμένα, το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Πώς νομίζεις πηδάω και άλλη κάθε μέρα;
-Σιγά ρε μεγάλε μανιτού εσύ...Κατούρα και λίγο...
Got a better definition? Add it!
Για τους φαν του Αστερίξ χρησιμοποιείται αντί του «μα τον Θεό».
Μα τον Τουτάτη, δεν σε καταλαβαίνω ρε Χρήστο. Αφού έχεις πάρει διαρκείας γιατί συνέχεια πληρώνεις απλό;
Got a better definition? Add it!
Ο Καρλ Μπαρκς ήταν σεναριογράφος και σχεδιαστής κόμικς, από το 1920 μέχρι το 1966. Θεωρείται ο κορυφαίος δημιουργός ιστοριών ηρώων του Ντίσνεΐ. Δικό του δημιούργημα είναι και ο Κύρος Γρανάζης.
Ο Κύρος Γρανάζης είναι o καλόκαρδος, ιδιοφυής και ταυτόχρονα αφηρημένος εφευρέτης της Λιμνούπολης, που προτιμά την μοναχική ζωή και κατοικεί στο εργαστήριό του με συντροφιά τον πιστό βοηθό του, τον Γλόμπο. Σοφίζεται, μαστορεύει και πουλάει σε τιμή ευκαιρίας οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί (συσκευές αντιβαρύτητας, χρονομηχανές, χαπάκια που υποκαθιστούν γεύμα, κλπ.) Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η δουλειά του δεν εκτιμάται από τον κόσμο… Ο Κύρος, αν και έχει πρόθεση να βελτιώσει με τις εφευρέσεις του τον κόσμο, συχνά φέρνει την καταστροφή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν αποκαλούμε κάποιον Κύρο Γρανάζη, υπονοούμε κάποιον που ωσάν άλλος Μαγκαιβερ, ασχολείται επί παντός επιστητού, προσπαθώντας να λύσει κάποιο πρόβλημα που τον απασχολεί. Προσπαθεί να υλοποιήσει καινοτόμες ιδέες, μελετώντας θεωρίες, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα και πατέντες, προκειμένου να φτιάξει το πολυπόθητο δημιούργημά του. Ωστόσο άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι. Διακρίνεται για την πλούσια φαντασία του και από το σαράκι της δημιουργίας του. Δεν εγκαταλείπει εύκολα τον αγώνα. Είναι στις επάλξεις μέχρι το ενενήντα. Το πρόβλημα καταντά μέσα του έμμονη ιδέα και κόλλημα. Έτσι το παίρνει πατριωτικά, αφοσιώνεται στο σκοπό του, παραμερίζει τις διάφορες δουλειές του και τις λοιπές προσωπικές του ανάγκες, εξόδους κλπ ώστε να φέρει σε πέρας το έργο του και να νιώσει ικανοποιημένος. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά δεν πτοείται. Συνεχίζει ως ντούρασελ.
Ένας τέτοιος τύπος συνήθως είναι εντελώς αδιάφορος για εργασία ρουτίνας οπότε έχει πρόβλημα σε τέτοιου είδους εργασίες. Θα προτιμούσε να εργαζόταν σε ερευνητικό εργαστήριο με ανοικτό deadline. Πολλές φορές συναντά κανείς τέτοιους τύπους σε διάφορες εταιρείες που αναλαμβάνουν ειδικές αποστολές, λύνοντας ειδικά σύνθετα προβλήματα, εκεί που οι άλλοι εμφανίζονται ως αδύναμοι κρίκοι
- Ε τον πούστη τον Κύρο τον Γρανάζη. Του ‘χει καρφωθεί στο μυαλό η ιδέα να φτιάξει μια πρωτοποριακή συσκευή συλλογής και συμπίεσης αερίων κλανιοβομβαρδισμών, με στόχο την απομόνωση του διοξειδίου του άνθρακα και τη χρήση του ως καύσιμο υλικό. Οπότε καταλαβαίνεις. Όλη η οικογένεια τρώει κλάσιμες ύλες, το σπίτι βρωμάει κι ο τρελός επιστήμονας όλο αναφωνεί ως άλλος Αρχιμήδης: Εύρηκα - Εύρηκα... αλλά ακόμα ψάχνει. Έχει κολλήσει στην τρέλα του. Τίποτα δεν τον απασχολεί πια.
- Ε με τη φόρα που 'χει πάρει και με τα έξοδα που κάνει για να το καταφέρει, αν δεν τα κακαρώσει λόγω έλλειψης ψιλικού οξέος, θα σκάσει απ' την μπόχα.
Got a better definition? Add it!