Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, οτι βρέχει πολύ, βρέχει ραγδαία, νεροποντή, κατακλυσμιαία βροχή.

Γκιούμι, από το τουρκικό güğüm, είναι η μεταλλική, χάλκινη (μπακιρένια), επικασσιτερωμένη (γανωμένη) η και αλουμινένια καρδάρα η κανάτα, με χερούλι και καπάκι (κατά κανόνα με μεντεσέ), που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση, ως μέσο για μεταφορά, βρασμό, αποθήκευση υγρών, κυρίως νερού η γάλακτος.

Παρόμοιες εκφράσεις: ρίχνει με το τουλούμι, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ανοίξανε οι ουρανοί.

-Καλά που πρόλαβα να μπω. Εξω ρίχνει με το γκιούμι.

γκιούμι (güğüm)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εντελώς, όλως δι' όλου, τελείως, τελειωτικά, αποτελειωμένα, τερματισμένα. Περιγράφει μια περαιωμένη κατάσταση που δεν επιδέχεται μετατροπή, βελτίωση, εξέλιξη η αλλαγή, κάτι που δεν πάει παρακάτω η πιο πέρα. Προέρχεται από το τούρκικο dip που σημαίνει πάτος, πυθμένας. Το γλυκό "καζάν ντιπί" σημαίνει κατά κυριολεξία: ο πάτος του λέβητα. Χρησιμοποιείται σκέτο αλλά και διπλό, με ενδιάμεσα το "για" η το "κατά", προς έμφαση.

  1. Δεν καταλαβαίνω ντιπ.
  2. Αυτός είναι ντιπ για ντιπ τρελός.
  3. Είναι μαλάκας ντιπ κατά ντιπ.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξύλινο παραθυρόφυλλο, η περσίδα, το πέτασμα. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kanat που σημαίνει φτερό, φτερούγα. Το pencere kanat στα τούρκικα είναι το παραθυρόφυλλο του παντζουριού.

Αντιγράφοντας 2 ετυμολογίες από το el.wiktionary.org :

1 κανάτι < μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική (qanû: καλάμι) < σουμεριακή (gi.na)

2 κανάτι < τουρκική kanat < παλαιοτουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική **Kājnat*

Όχι τόσο συνηθισμένη, όμως χρησιμοποιείται η έκφραση στη Βόρειο Ελλάδα.

Πολύ σκοτείνιασε εδώ μέσα ρε παιδάκι μου, άνοιξε κάνα κανάτι να μπει λίγο φως.

κατασκευαστική λεπτομέρεια από σύγχρονα τούρκικα κανάτια αλουμινίου

φτερούγα κοτόπουλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ασθενοφόρο.

Χαρακτηριστικό δείγμα μιας σειράς λογοπαιγνίων που βασίζονται στην διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας.

Τα λογοπαίγνια αυτά αποτελούνται από δυο, συνήθως, λέξεις. Είναι, είτε:

  • δυο λέξεις τούρκικες, η τουρκικής προέλευσης, που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στο ελληνικά και είναι απόλυτα κατανοητές σχεδόν από κάθε ελληνόφωνο, π.χ. ζαρζαβάτ πασά, ή,
  • μια λέξη τούρκικη, ως ανωτέρω, και μια λέξη ελληνική, εν μέρει παραμορφωμένη ώστε να ηχεί τουρκική, συνήθως με την περικοπή φωνήεντος από την κατάληξή της π.χ. ξεφτίλ παρά.

    Οι συνδυασμοί που παράγονται δεν υπάρχουν ως φράσεις στα τούρκικα, πλην ελαχίστων εξαιρεσεων π.χ. μπουζ ντουλάπ. Από Τούρκους που δεν ξέρουν ελληνικά, κάποιοι γίνονται κατανοητοί, μετά από λίγη σκέψη, άλλοι όχι. Κάποιοι, λίγοι, τα βρίσκουν αστεία, οι περισσότεροι όχι.

Στα ελληνικά, οι φράσεις λειτουργούν κυρίως ως ατάκες ανεκδότων, π.χ:

[I]- Πώς είναι στα τούρκικα η χειροβομβίδα;
- Δεν ξέρω, πώς είναι στα τούρκικα η χειρομβομβίδα;
- Μπαρούτ κεφτέ... αχαχαχαχα... [/I]

Το καλαμπούρι εν μέρει προκύπτει από την παραμόρφωση των λέξεων, εν μέρει από το απροσδόκητο των συνδυασμών αλλά κύρίως από το γεγονός ότι οι φράσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως γνησίως τούρκικες - και όχι ως κατασκευασμένα λογοπαίγνια, κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο ευρηματικά. Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι φράσεις αυτές την προκατάληψη του μέσου Έλληνα ότι τα τούρκικα είναι γλώσσα από άξεστη έως αστεία και τα στερεότυπα περί μπουνταλάδων Τούρκων κλπ.

Στο στόχαστρο του καλαμπουριού μπαίνουν και οι τουρκομερίτες Έλληνες πρόσφυγες - οι φράσεις ειρωνεύονται το γεγονός ότι ανακατεύουν στην ομιλία τους τούρκικες λέξεις και εκφράσεις καθώς και την προφορά τους στα ελληνικά.

Έχουν επίσης αυτές οι mots faux turcs και μειωτικό χαρακτήρα, π.χ. ένα κομπιούτερ που το περιγράφουμε ως μπλιμπλίκ ντουλάπ μάλλον δεν είναι υψηλών προδιαγραφών ενώ οι γιατροί δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τους κτηνιάτρους αποκαλώντας τους χαϊβάν ντοκτόρ.

Πολυγραφημένες λίστες με ντεμέκ τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν, επιβεβαιωμένα, σε σχολεία στην δεκαετία του '50. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν δημοφιλείς λόγω της αναζοπύρωσης των αντιτουρκικών αισθημάτων που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα τα γεγονότα της Πόλης του 1955 και οι εξελίξεις της εποχής στο Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι το χιούμορ αυτό θεωρείται εδώ και καιρό μάλλον αφελές και ξεπερασμένο, το είδος έχει επιβιώσει - έστω σε περιορισμένη έκταση - και στο Ίντερνετ και μάλιστα υπάρχουν και δείγματα προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, π.χ. η τηλεδιάσκεψη που έχει αποδοθεί ως παρτούζ τελεφόν.

Στην Τουρκία δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο διακωμώδησης της ελληνικής γλώσσας. Το πλησιέστερο παράδειγμα που γνωρίζουμε είναι τα franglais, με την έννοια που έχει η λέξη στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία - η κατασκευή προτάσεων με ανάμεικτες γαλλικές και αγγλικές λέξεις και με την κατά λέξη μετάφραση στα γαλλικά αγγλικών ιδιωματισμών, π.χ. Je ne care pas, ή longtemps pas voir. Στην περίπτωση των franglais, πάντως, βασικός στόχος είναι οι Άγγλοι που χειρίζονται άσχημα την γαλλική γλώσσα και λιγότερο τα ίδια τα γαλλικά.

Οι ψευδεπίγραφες τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου δεν πρέπει να συγχέονται με τις γνήσιες τούρκικες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούνται ατόφιες στα ελληνικά π.χ. ταμάμ, γιαλαντζί, εκμέκ κανταΐφι, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ. Δεν πρέπει να συγχέονται επίσης με φράσεις όπως το χανούμ μπουρέκ και το σουλτάν μερεμέτι -, τουρκογενείς μεν αλλά που δεν υπάρχουν στα τούρκικα και που έχουν ιστορικά σαφή σημασία στα ελληνικά, όχι επί τούτου ειρωνική.

Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται η ελληνική λέξη, η ντεμέκ τούρκικη φράση και, τέλος, η μετάφραση στα τούρκικα.

Πώς είναι στα Τούρκικα...

  • αναπηρική σύνταξη: σακάτ μπαξίς: sakatlık maaşı
  • ανελκυστήρας: νταχτιρντί ντουλάπ, νταχτιρντί μπαούλο, σούρτα φέρτα ντουλάπ: asansör
  • ασθενοφόρο: σακάτ αραμπά: ambulans
  • αεροδρόμιο: χαβά λιμάνι: hava limani
  • βέρα: μπουνταλά χαλκά: alyans
  • Βιάγκρα: τσουτσούν μπαρούτ
  • βιβλιάριο απόρων κορασίδων: μπατίρ χανούμ τεφτέρ
  • γεωπόνος: ζαρζαβάτ ντοκτόρ: tarımcı
  • δάσκαλος: τσογλάν αγά: öğretmen
  • δημόσιος υπάλληλος: τεφτέρ τσογλάν: memur
  • διαζύγιο: άι σικτίρ χανούμ μπελά: boşanma
  • εκπτώσεις: ξεφτίλ παρά: indirim
  • ελικόπτερο: σαματά ζουζούν: helikopter
  • Η λίμνη των κύκνων: παπί χαβούζ: kuğu gölü
  • χρηματοκιβώτιο: παρά σεντούκ: kasa
  • θωρηκτό: τσαμπουκά παπόρ: savaş gemisi
  • Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: γιουβαρλάκ σοφρά εφέντες: Yuvarlak Masa Şövalyeleri
  • κηπουρός: ζαρζαβάτ πασά, ζαρζαβάτ τσογλάν: bahçıvan
  • κομπιούτερ: μπλιμπλίκ ντουλάπ: kompüter
  • κτηνίατρος: χαϊβάν ντοκτόρ: veteriner
  • μακιγιάζ: χανούμ σοβά μερεμέτ: makyaj
  • μαλακία: τσουτσούν νταχτιρντί: otuz bir çekmek
  • Μητσοτάκης: Γκαντέμ Πασά
  • ναυμαχία: καϊκ καυγά: deniz savaşı
  • νεκροταφείο: ψοφίμ μπαχτσέ, ραχάτ μπαξέ: mezarlık
  • νοσοκομείο: σακάτ οντάς: hastane
  • παιδίατρος: τσογλάν ντοκτόρ: çocuk doktoru
  • πεθερά: σιχτίρ χανούμ: kayınvalide
  • πεταλούδα: εμπριμέ κουνούπ: kelebek
  • πολυβόλο: ταμ ταμ μαραφέτι: makineli, mitralyöz.
  • προφυλακτικό: τσουτσούν φερετζέ: prezervatif, kaput
  • πρώτη νύχτα του γάμου: τσουτσού σεφτέ
  • ραδιόφωνο: τζερτζελέ μαραφέτ, σαματά κουτί: radyo
  • σουτιέν: μεμέ ζεμπίλ, μαστάρ ντορβά
  • σπέρμα: τσουτσού σορόπ, τσουτσού καιμάκ, τσουτσούμ σογιού: meni
  • σχολείο: τσογλάν μαντρί: okul
  • τανκ: σαματά τουτού, τσαμπουκά τουτού, τσαμπουκά τρακτέρ: tank
  • ταχυδρόμος: χαμπέρ χαμάλ: postacı
  • τηλεδιάσκεψη: παρτούζ τελεφόν: telekonferans
  • τηλεόραση: μπανιστήρ ντουλάπ: televizyon
  • υποβρύχιο: μπαμπές παπόρ: denizaltı
  • χειροβομβίδα: μπαρούτ κεφτέ, μπουμ κεφτέ: el bombası
  • ψυγείο: μπουζ ντουλάπ, τουρτούρ ντουλάπ: buzdolabı

περιέχει διάφορα (από Khan, 17/11/10)

To λήμμα, ο ορισμός και τα παραδείγματα δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και είναι ανοιχτά για συμπλήρωση από όλους στο slang.gr, εξ ου και η υπογραφή είναι slang.gr collective. Όποιος θέλει να συμπληρώσει κάτι, ας στείλει αναφορά στην Συντακτική Ομάδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σχήμα καθ' υπερβολήν.

Όταν μιλάμε για κάτι στο παρελθον - που ίσως και να μην έχει τελειώσει ακόμη - θέλουμε να δείξουμε ότι κράτησε τόσο πολύ που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Ο ανθρωπος Θανο ειναι καραγκιοζης. Εχει αλλαξει ολες της ομαδας της ψωροκωσταινας,και παραπερα τιποτα. Ειναι απο τους λιγους ποδοσφαιριστες που ενω υπηρξαν επιθετικοι λατρευοι σαν προπονητης να παιζει αμυντικα και στη κοντρα με αντεπιθεσεις. τον λατρεψαν γιατι ψηλομαζεψε τα χαλια καποιων ομαδων,αλλα γιατι δεν γινεται ΛΟΧΙΑΣ; Κομπλαιξηκος,και ητοπαθεις,το γεγονος οτι ειναι σαραντα χρονια τουρκικα σε αυτο το τοπο και δεν μηλα ελληνικα,τα λεει ολα. ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ... (Από εδώ).

Σαράντα χρόνια τούρκικα πέρασαν και δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν τον κωλόδρομο. Τόσο άχρηστοι είναι όλοι τους. (Από εδώ).

'Οταν αναφέρομαστε στο μέλλον, εννοούμε ότι θα περιμένουμε πάρα πολύ, επ' αόριστον - και μπορεί, τελικά, αυτό που περιμένουμε να μην γίνει και ποτέ.

Και βέβαια, οι καταστηματάρχες θέλουν να αποζημιωθούν κι έχουν όλα τα δίκια του κόσμου. Αλλά, να αποζημιωθούν από ποιον; Από τις ασφαλιστικές εταιρείες; Μα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και χρόνια δεν ασφαλίζουν καταστήματα του κέντρου των Αθηνών, για ευνόητους λόγους. Από το «κράτος»; Αστεία πράγματα! Αν τα πάρουν, θα τα πάρουν σε «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέμε. Μέχρι τότε οι καταστηματάρχες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις ζημιές από την τσέπη τους –αν έχουν, που δεν έχουν- και να περιμένουν τα «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέγαμε. (Από εκεί).

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, στο σάιτ lexilogia.gr ο χρήστης palavra υποστηρίζει πειστικά ότι συνδέεται με την τούρκικη φράση kırk yıl - σημαίνει ακριβώς σαράντα χρόνια και οι Τούρκοι την χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ καιρό. (Δείτε τι γράφει εδώ). Διατυπώνει επίσης και την άποψη ότι η επιλογή του αριθμού σαράντα ειδικά αντανακλά την σημασία που έχει ο συγκεκριμένος αριθμός στην θρησκευτική παράδοση και την ορθόδοξη και την ισλαμική - σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες περίμενε ο Μωυσής στο όρος Σινά για τις Δέκα Εντολές, σαράντα χρονών ήταν ο Μωάμεθ όταν του αποκαλύφθηκε ο πρώτος στίχος από το Κοράνι, τα μωρά σαραντίζουν, τα σαράντα του πεθαμένου κ.λπ.

Βέβαια, στην τρέχουσα χρήση, το σαράντα αντικαθίσταται και από άλλους αριθμούς, πάντα μεγαλύτερους για να τονισθεί το στοιχείο της υπερβολής - π.χ. πενήντα, διακόσια, τριακόσια ή και χίλια χρόνια τούρκικα.

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απεφάνθη το δικαστήριο, δεν ακυρώνεται όσος καιρός και να περάσει (χίλια χρόνια τουρκικά που λέμε στον τόπο μας) εφόσον υπάρχει ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας. (Από εδώ).

Βλ. και ρούσικη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαστήμια - βρισιά που παίζει σε ιαμβικό μη καταληκτικό δεκαεξασύλλαβο (δηλαδή είναι παντού της μορφής βραχύ - μακρό, ή άτονο - τονισμένο, όπως θέτε πείτε το και στο τελευταίο ληκτικό μέτρο). Προκύπτει πιο πολύ από αμηχανία, παγωμάρα. Όταν αμέριμνοι στα καλά καθούμενα, σκάει κατάσταση που σηκώνει βρισίδι αλλά είμαστε ντεφορμέ και αντιδρούμε με ό,τι πρόχειρο κατεβάζει η γκλάβα με μισαναμένα τα αίματα (το ρεύμα δεν έχει ακόμα κατέβει). Ταυτόχρονα η συνέχιση σε στίχο με το "γαμώ το τουμπερλέκι σου" δείχνει πως η αρχική πρόθεση δεν ήταν ούτε διαπληκτισμός, ούτε το ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου να τσαντιστώ, αλλά η κουφαμάρα με βρήκε out of the blue, έμεινα μαλάκας και είπα να τηνε περιπαίξω λιγάκι. Βρισιά στιγμής πιο πολύ για πλάκα και επειδή κάνει ομοιοκαταληξία το τουμπερλέκι, εύθυμη στο τσακίρ κέφι.


- Να ρε... Το είδες αυτό το σάιτ; Πω, όταν έχω τις μαύρες μου διαβάζω κάνα λήμμα και στρώνω!
- Τί είναι; Λεξικό διαβάζεις ρε μαλάκα;
- Περίπου... Το slang.gr. Φέρε το τάμπλετ να σου δείξω... Αχ, να ωραία. Κοίτα...
- Τί έπαθες; Γιατί γούρλωσες;
- Μαλάκα το φελέκι σου, γαμώ το τουμπερλέκι σου!... Δεν ήταν στερεωμένο στη θήκη καλά κι έτσι όπως το'πιασα, πήγε να μου πέσει και να σκάσει κάτω με τη μούρη! Φιου!...Στο τσακ το πρόλαβα... Να κοίτα να δεις τώρα εδώ το λήμμα ...

Αν το "φελέκι" είναι από την τύχη στα τούρκικα, δεν έχεις λόγο να βλαστημήσεις του αλλουνού παρά μόνο τη δική σου, γιατί αυτή σε αφορά άλλωστε άμεσα. Εδώ του βρίζεις του αλλουνού πράγματος ή προσώπου που σου την κάνει την πατάτα, αλλά επειδή θέλεις να του μαμήσεις το φασαριόζικο τουμπερλέκι του σώνει και ντε στα πλαίσια του τιραμισουρεαλισμού που σε διαποτίζει εκείνη τη στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

-Προχθές βρεθήκαμε με κάτι παλιούς φίλους και πήγαμε για κρασί. Μέσα σε δυο ώρες είχαμε γίνει ντάμπετερ.

Σημαίνει τελείως, εντελώς, πέρα ως πέρα, στα άκρα, στο τέρμα, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει περισσότερο, έχει λήξει, δεν χωράει άλλο, δεν παίρνει άλλο, δεν πάει παρά πέρα κλπ Λέγεται και ντάμπιτερ η και νταμπιτέρ. Απο το τούρκικο “da biter” που σημαίνει τέλος, άκρη τελειώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτωρ, ο άνθρωπος που είναι κατάλληλος για κάθε είδους επικίνδυνη αποστολή, ο γουίνστον γουλφ.

Η φράση προέρχεται από το γνωστό και αγαπημένο εικονογραφημένο περιοδικό
Μικρός Ήρως.

Στα Τουρκικά δηλώνει τον Έξαπόδω, και φαντάζομαι ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο αείμνηστος Στέλιος Ανεμοδούρας έδωσε το εν λόγω όνομα σε έναν Τούρκο πράκτορα: προφάνουσλυ, ήθελε να καταδείξει πόσο γαμάουα και καυλερός ήταν.

- Και εκεί που την πήδαγα φίλε...
- Ίσα ρε Σεϊτάν Αλαμάν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified