Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πολεμική ιαχή, ως αλαλαγμός.

Κατά τον θρύλο, και σύμφωνα με την εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση των ετών 50-75, ήταν η πολεμική ιαχή των πολεμιστών στο Αλβανικό Μέτωπο. Πιθανώς και να ήταν, υπάρχουν όντως μαρτυρίες ότι ήταν «άνωθεν εντολή». Αλλά πολλοί λέγανε άλλα αυτοσχέδια, όπως «σκατά να πάνε πέρα», «σκατά θα πάει η μέρα» κ.ο.κ. Επίσης πολλοί φώναζαν απλώς «γιούρια» ή «φάτε τους».

Κατά τον θρύλο επίσης, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι φώναζαν «αλαλά» εξ ου και ο αλαλαγμός. Εκείνοι βέβαια, λόγω της τότε τεχνολογίας ήσαν πιο «αγχέμαχοι» και όπως ξέρουμε και από την Ιλιάδα βρίζονταν ασυστόλως.

Η ιδέα ήταν της Τζένης του Πειρατή, αλλά δεν είχε κέφι να το επεξεργαστεί κι έβαλε εμένα (μέσω e-mail). Το συσχετίζει προς το «γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια». Νομίζω πως το απλό «γιούρια» θα έφτανε.

Ως άνω.

(από Nakas, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι, σκέτο-νέτο. Με αυτή τη συντομευμένη και οικονομική μορφή χρησιμοποιείται κατά κανόνα σήμερα η παλιά κλασική έκφραση ράδιο αρβύλα, για την προέλευση της οποίας διατίθεται ο κατατοπιστικότατος ορισμός του Panoulis.

Η καθαρά λεξικογραφική συμβολή του ορισμού μόλις τελείωσε. Παρακάτω διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Αρβύλες δεν κυκλοφορούν μόνο στο στρατό, όπως σωστά υπενθυμίζει ο xalikoutis - και όπως ούτε ο Μπάμπης άλλωστε αγνοεί.

Προς ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού, παραθέτω, αντί δικού μου ορισμού, σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστασιακού και αυτόχειρα Τάσου Δαρβέρη, Μια Ιστορία της Νύχτας, 1967-1974, βιβλίο που btw περιέχει ουκ ολίγη σλανγκ και μπινελίκια. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφικού τύπου ματιά στα γεγονότα της Επταετίας, ματιά περιοριστική και υποκειμενική, και γι' αυτό ακριβώς τόσο ενδιαφέρουσα.

«Αρβύλα» στον στρατό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λεγόταν κάθε καλή -συνήθως- ψεύτικη είδηση. Δεν περνούσε μέρα που να μην κυκλοφορούσαν φήμες για χάρες, αμνηστίες και τα παρόμοια. Η «αρβύλα» ξεκινούσε συνήθως από κάποιον που είχε επισκεπτήριο - δικηγόρου συνήθως - και μετέφερε τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά στη φυλακή, την άποψη κάποιου πολιτικού ή τη διαβεβαίωση κάποιου παράγοντα του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι «κάτι θα γίνει με τους κρατούμενους». Οι «αρβύλες» ήταν πιο επίμονες στις γιορτές και τις διάφορες επετείους της χούντας (21η Απριλίου), οπότε όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις πρες κόμφερανς και τα διαγγέλματα του Παπαδόπουλου από την τηλεόραση. Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου και του Γεωργαλά ήταν ίσως τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα στον Κορυδαλλό, μετά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα χουντικά έντυπα (Ελεύθερος Κόσμος, Νέα Πολιτεία) είχαν στις φυλακές αισθητά μεγαλύτερη κυκλοφορία από το μέσο όρο τους.

Έψαξα ματαίως για παραδείγματα στο γούγλε, το οποίο δυστυχώς πλέον μονοπωλείται από εκατομμύρια αναφορές στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αντώνη Κανάκη, πλουτοκράτη υποκριτικώς κοπτόμενου υπέρ των δικαίων του φτωχού λαού και καπήλου αγνής θεσσαλονικοσύνης...

- Λένε θα καταργηθεί η βαθμολογία στο σλανγκ.γκρ...
- Μην ακούς, αρβύλα είναι. Όλο έτσι λένε και τίποτε δε γίνεται.

(από Vrastaman, 26/02/10)Για τον Χότζα ;-) (από Vrastaman, 26/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία φράση που ξέφυγε από τα ενδότερα του ένδοξου ελληνικού στρατού, για να ακολουθήσει αυτόνομη καριέρα. Στον Ε.Σ., μόλις συναντηθείς με κάποιον ανώτερο ιεραρχικά, υποτίθεται ότι πρέπει να χτυπήσεις με δύναμη προσοχή και να χαιρετήσεις στρατιωτικά, (βλ. παράδειγμα 1, το λήμμα στην κυριολεξία του).

Στην «πολιτική» ζωή της, η φράση σημαίνει τα παρακάτω:

  1. Αποδίδω σεβασμό σε κάποιον που το αξίζει (βλ. παράδειγμα 2), ή

  2. Συμπεριφέρομαι δουλοπρεπώς, κοινώς γλύφω κάποιον ιεραρχικά ανώτερο ή γενικά σε ισχυρότερη θέση από εμένα, προσδοκώντας την εύνοιά του, (βλ. παράδειγμα 3).

Βλ. σχετικά λήμματα τσανακογλείφτης, φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω την παντόφλα.

Συχνότερη η χρήση με την 2η έννοια. Θλιβερό το φαινόμενο κάποιοι να βαράνε προσοχές στο έτερό τους ήμισυ.

Είναι ιατρικώς περίεργο ότι αυτοί που βαράνε συνέχεια προσοχές, καταλήγουν να πάσχουν από καραμπινάτη οσφυοκαμψία.

  1. Καθόμασταν και βαρούσαμε προσοχές στους άχρηστους, τους γλείφτες, που κλάνανε μέντες μπροστά σε κάποιο βύσμα ή στους αλλοδαπούς τριμηνίτες μην τυχόν και πέσουν σε δυσμένεια ή βρουν τα αυτοκίνητά τους σπασμένα αντίστοιχα, οι κότες.
    (σχόλιο του πάτσις απόεδώ).

  2. ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ - ΓΟΥΙΚΟΜΠ: Βαράω προσοχές στην έδρα της Μάνσφιλντ, πριν την ήττα με την Ακρινγκτον στα 4 προηγούμενα δεν είχε δεχτεί καν γκολ . Από την άλλη στα καλύτερα της η Γουικομπ με 4 νίκες 1 ισοπαλία και καλή αμυντική συμπεριφορά . Αποδέχομαι οποιοδήποτε αποτέλεσμα. (από ιστολόγιο για το στοίχημα).

  3. Άρχισε να στρώνει ο Βενιζέλος... Σε λίγο όταν βλέπει Γ.Α.Πικούς. θα βαράει προσοχές... (από παραπολιτικό ιστολόγιο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και ως στήνω / στέλνω κάποιον στην σέντρα αλλά και σεντράρω.

Βγάζω (ως ανώτερος / βαθμοφόρος) κάποιον αναφερόμενο, ιδίως στην πρωινή αναφορά, για να τιμωρηθεί.

Όρος του Ε.Σ. που έχει απλώσει τα πλοκάμια του και στην υπόλοιπη Ελληνική κοινωνία.

Πιθανότατα προέρχεται από την άθλια εικόνα των αναφερόμενων που στοιχίζονται σε μια γραμμή για καμπάνες σαν ομάδα ποδοσφαίρου αλλά και ίσως και από την ικανοποίηση των καραβανάδων που λες και βάλαν γκολ και στέλνουν τον καημένο τον φαντάρο στην σέντρα…

- Σκορδομπούτσογλου, μην τρελάουα γιατί θα σε βγάλω στην σέντρα αύριο.
- Ρε σύ λόχα, (χαμηλόφωνα…) με δυο σαρδέλες ούτε τσίπουρο δεν πίνεις...
- Τι είπες ρε ψάρακας; Ρε θα δείς την Θεσσαλονίκη με το μακαρόνι, ρέι!

- Άσε ρε Μήτσο, έγινε χθές ένα λογιστικό λάθος στα ταμεία και σήμερα θα μας στείλει στη σέντρα όλους ο Ρουμάνος
- Α, έτσι, θα ξηγηθείτε μπαλίτσα σήμερα;
- Όχι ρε μαλάκα, με δουλεύεις, πάμε όλοι για ΕΔΕ, γαμώ το σπανάκι μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω σεξ, συνουσιάζομαι. Λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις σεξουαλικού αλτρουισμού, όπου εικάζουμε ότι μια γυναίκα έχει ανάγκη από σεξ, και προσφέροντάς της το της κάνουμε εξυπηρέτηση. Λ.χ. σε χήρες, γυναίκες ναυτικών, ζωντοχήρες κ.ο.κ. Δηλαδή σε περιπτώσεις, όπου πηδάμε για τη φουκαριάρα τη μάνα μας.

  2. Κυριολεκτικά αυτό που κάνουν οι οιοιδήποτε βολευτές, και μπάρμπες που πληθαίνουν στην Ελλάδα. Λέγεται πολύ στον στρατό από το βύσμα.

  1. Είχε πολλά προβλήματα η κυρα-Ευανθία. Χήρεψε, πώς να ζήσει με αυτά που της άφησε ο μακαρίτης; Τελικά, αναγκάστηκε να πουλήσει και το σπίτι της. Την περισυνέλεξα, την φιλοξένησα. Ε, να μην την βολέψω κιόλας; Κρίμας, είναι νέα γυναίκα!

  2. - Ου κακομοίρη! Στην Γκατζολία σε στείλανε; Μην ανησυχείς, θα σε βολέψω!
    - Ναι, αλλά όταν λέμε βόλεμα, εννοούμε Αθήνα! Μην με στείλετε σε καμία ζούγκλα με τον Ταρζάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.

- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατ' εξοχήν σοβαρή απειλή προς δημόσιο υπάλληλο ή αντιφρονούντα σε κυβερνητικό κόμμα από το '60 μέχρι το '90, το συνώνυμο της δυσμενούς μετάθεσης. Ο Έβρος, που τότε ήταν το συνώνυμο της ακριτικής περιοχής (κάτι που ήμερα δεν ισχύει), λειτουργούσε τρόπον τινά ως εξορία, για τον πιθανό μετοικούντα.

- Κύριε βουλευτά, εκπροσωπώ το σωματείο μας και θα ήθελα να σας εκφράσω τις διαφωνίες μας αναφορικά με την πολιτική σας στο θέμα των συντάξεων.
- Προτού πεις οτιδήποτε, σου λέω ότι θα σε στείλω στον Έβρο, για να βάλεις μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified