Selected tags

Further tags

  1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ξεχάστε τα μπουρδέλα που ξέρατε. Μιλάμε για το απόλυτο πήδημα. Με τη μόνη διαφορά πως δεν πηδάς εσύ, αλλά εκείνοι εσένα. Σε βάζουν κάτω και πριν προλάβεις να βγάλεις κιχ, σε έχουν κάνει άλλο άνθρωπο.

Φανταστείτε, πως μέχρι και οι Τούρκοι, είπαν: Όχι ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε.

Θα σου ρίξω ένα ΔΝΤ... να δεις το Χριστό, φαντάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της τραπεζικής ιδιολέκτου. Για λεξικογραφημένες σημασίες μπορείτε να δείτε π.χ. στον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και μια-δυο ελαφρώς σλανγκικές χρήσεις. Επίσης βλ. το λήμμα «παίρνω γραμμή».

1. Εισαγωγή

Πιστοδότηση είναι η μεταφορά αγοραστικής δύναμης από κάποιον που την διαθέτει, όπως για παράδειγμα μια Τράπεζα, σε κάποιον που δεν την έχει, με υπόσχεση επιστροφής και έναντι αντιτίμου. Η κυριότερη μορφή πιστοδότησης είναι το δάνειο, υπάρχουν όμως και άλλα προϊόντα (εγγυητικές επιστολές, πίστωση εξωτερικού κλπ). Αυτή η έννοια της εμπιστοσύνης που δείχνει ο δανειστής στον δανειολήπτη καλείται πίστη, εξ ου και πιστοδότηση αλλά και πιστούχος.

2. Στο επίπεδο του πιστούχου

Ένας πιστούχος της τράπεζας, ιδίως επιχειρηματικός, έχει αξιολογηθεί από αυτήν και μπορεί να δανείζεται μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος, που λέγεται πιστωτικό όριο ή πλαφόν, ισχύει συνήθως για ένα χρόνο ή λιγότερο και αφορά τις βραχυπρόθεσμες πιστοδοτήσεις (έως δωδεκάμηνες). Εντός του ορίου αυτού υπάρχουν και υποόρια, ένα για κάθε προϊόν που θα χρειαστεί η επιχείρηση. Σύμφωνα με μερικούς πάγιους κανόνες ή και εξατομικευμένες ρυθμίσεις, μέρος του διαθεσίμου του ενός είδους πιστοδότησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλο είδος.

3. Η γραμμή

Γραμμή λέγεται το κάθε υποόριο. Ένας πελάτης, για παράδειγμα, μπορεί να έχει πιστωτικό όριο δύο εκατομμύρια εκ των οποίων ανοιχτά (ακάλυπτα) τριακόσιες χιλιάδες, καλυμμένα με επιταγές πελατείας ένα εκατομμύριο διακόσιες και ενέγγυες πιστώσεις πεντακόσιες χιλιάδες. Ο πελάτης αυτός έχει τρεις «γραμμές» από τις οποίες «τραβάει» δανεικό χρήμα (ή εγγύηση) από την τράπεζα για να κάνει την δουλειά του.

4. Πιθανή προέλευση
Κατά την γνώμη μου, η γραμμή παραπέμπει σε γραμμές, καλώδια του ηλεκτρικού ή έστω σωλήνες νερού, από τα οποία μπορούμε να «τραβήξουμε» ενέργεια ή ρευστό. Κάθε γραμμή έχει την αντοχή της και δεν μπορείς να αντλήσεις παραπάνω χωρίς να πέσει η ασφάλεια ή να πάθεις ζημιά. Μπορεί, με λιγότερη φαντασία, να αναφέρεται απλώς στην γραμμή του εγγράφου που καθορίζει το πιστωτικό όριο.

5. Οριοθέτηση εφαρμογής
Στους δανειολήπτες της καταναλωτικής πίστης η γραμμή ως λέξη δεν έχει εφαρμογή καθώς δεν υπάρχει ένα εγκεκριμένο πιστωτικό όριο που ρυθμίζει την διάρθρωση της πιστοδότησης, αλλά επιμέρους εγκρίσεις για κάθε προϊόν, σήμερα ένα στεγαστικό, αύριο ένα καταναλωτικό κλπ. Ο πελάτης, σε κάθε νέο αίτημά του επαναξιολογείται «εφάπαξ».

- Μού 'φερες επιταγές;
- Μπα, αν ο πελάτης δεν είναι η Ντόιτσε Μπανκ η ίδια, επιταγές πια δεν παίρνω. Για ακάλυπτα έχουμε κανένα περιθώριο;
- Πόσα θέλεις;
- Τρία χιλιάρικα να καλύψω μια επιταγή μου για αύριο και εφτά χιλιάρικα μια εγγυητική συμμετοχής για την Νομαρχία. Το όλον δέκα.
- Τσίμα-τσίμα. Θα σου δώσω σήμερα τα λεφτά από την γραμμή των ανοιχτών. Την εγγυητική θα την πάρεις αύριο που θα πληρωθούν κάτι ενέχυρα στη γραμμή των καλυμμένων σου και θα δημιουργηθεί υπερκάλυψη.

(από jesus, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση, που ενδέχεται να πρωτοεμφανίστηκε και ως παροιμία, η οποία δηλώνει την σπατάλη μέχρι τελευταίας δεκάρας του αποταμιευμένου (συχνά σε πολύ δύσκολες έως απάνθρωπες συνθήκες) προϊόντος του εργατικού μόχθου σε ευτελείς και εφήμερες ασχολίες και δραστηριότητες. Κατά μία άποψη, η φράση ειπώθηκε από μετανάστες που έχοντας φάει χρόνια και χρόνια να δουλεύουν σε χώρες του εξωτερικού, επέστρεψαν στην Ελλάδα και κατασπατάλησαν τις οικονομίες τους εν μία νυκτί.

Η ίδια η φράση έχει ξεφύγει από τους παλιννοστούντες και χρησιμοποιείται σε πιο γενικό περιβάλλον με τη σημασία που διατυπώνεται στην επάνω παράγραφο. Κοινώς, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Με το που πιάνουμε λεφτά, σπεύδουμε αμέσως να τα σκάσουμε σε οτιδήποτε μας γυαλίσει ή μας κάνει να ξεφύγουμε λίγο από τη μίζερη πραγματικότητα. Βγάζουμε και ξοδεύουμε επιτόπου με τελικό στόχο να ρεφάρουμε. Κάποιοι το αποκαλούν ηττοπάθεια, κάποιοι άλλοι μικροαστισμό και έλλειψη προνοητικότητας στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, κάποιοι σπεύδουν να διατυπώσουν οικονομικές θεωρίες και να αναλύσουν τάσεις του κύκλου του χρήματος. Και κάποιοι άλλοι απλά δεν δίνουν δεκάρα.

Ασίστ: Γιαγιά Αθανασία

  1. ΑΡΑΙΓΟΛΟΥΗΔΕΣ: Τσιμπήσαμε ένα 100euro και εφαρμόζουμε το ρητό ότι βγάλαμε στα ξένα στο μ….. και στην ταβέρνα. (Εδώ)

2.Δεν νομίζω ότι η Ανακοίνωση του Harijohn προσφέρεται για να αναπτύξουμε θέμα περί δημοκρατικών κλεισίματων δρόμων.
Εδώ μιλάμε για ξεπέτσωμα της τσέπης των πολιτών και αν χρειαστεί θα βοηθήσω και στο κλείσιμο της Αθήνας για όλη την ημέρα, ειρηνικά πάντα
Μακάρι να παραλύσουν τα πάντα για να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν γουστάρει να πληρώνει αδιαμαρτύρητα τις λαμογιές κανενός Αν δεν υπάρξει συμμετοχή του κόσμου του χρόνου θα διπλασιαστούν.
Αρκεστείτε λοιπόν στο να δηλώσετε αν πράγματι συμφωνείτε σε αυτή την πορεία και τα υπόλοιπα είναι θέμα που μπορεί κάποιος να ανεβάσει στην Γενικά Συζήτηση.
Προσωπικά θα συμμετάσχω γιατί δεν αντέχει το πετσί μου το Δούλεμα και ακόμη γιατί σαν Δ.Υπάλληλος σηκώνω το 82% του βάρους των φόρων αυτού του κράτους.
-Εδώ είναι που κολλάει αυτό που λέμε ''ότι βγάλαμε στα ξένα ,στα μο#$^νια και στην ταβέρνα'' (Εκεί)

3.Εδώ πάει το ότι βγάλαμε στα ξένα στο νιμού και στην ταβέρνα...
Σε ρηχά νερά σημερα οι επιλογές μου αφού αυτούσιο δεν πέρασε τίποτα...το ότι κλαίει επίσης όλη η Ευρώπη απο αυτά που έσπασαν επίσης δεν μου λέει τίποτα...η χασούρα μου σήμερα ήταν αρκετή απ' την στιγμή που μπήκα στο τριπάκi του Live βλέπε κάτι Μάντσεστερ κάτι Γιουβέντους κάτι Τότεναμ μην σου πώ...Μεγάλες ομάδες είναι τρώνε γκόλ στην έδρα τους νωρίς..ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΘΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΝ...ΝΑΙ ΜΩΡΕ ΠΩΣ.... (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός (όχι ντε και καλά σλανγκ, αλλά μάλλον, προς το παρόν, ανήκει στο λεξικό αυτό) για τα γκαφρά, ο οποίος θαρρώ έρχεται από το νεοπλουτέ στρώμα, το παπακαλιατέ ας πούμε.

Ακούγεται χλιαρή λέξη, αλλά πιστεύω ότι είναι ωμότερη (και το μήνυμά της βαθύτερο και η πρόθεση του λέγοντος υποτιμητικότερη) από το να μιλήσεις στα ίσα για χρήμα, φράγκα, μπαγιόκο, υλικά αγαθά, κλπκλπ.

Κι αυτό γιατί, λέγοντας «ύλη», αφενός χρησιμοποιούμε μια πολύ μικρή λέξη, η οποία ξαφνιάζει, γιατί τρυπάει σαν καρφί τα αυτιά μας με τον ρυθμό εκφοράς της και με τα διαπεραστικά της φωνήεντα και με το ειδικό της βάρος, αφεδύο καθότι είναι λέξη-υπεκφυγή (δηλ. την λέμε για να μην πούμε στα ίσα «χρήμα» κλπ) είναι ακόμα χειρότερη, γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι να ακούγεται σα να υποβαθμίζουμε το τεράστιο και όχι απαραιτήτως καταδικαστέο ζήτημα της ευμάρειας, στην μονοδιάστατη έννοια ενός αντικειμένου (υλικού) με το οποίο μάλλον μόνο η Φυσική αξίζει να ασχολείται...

- Κάτσε ρε συ λιγάκι, δεν καταλαβαίνω τι μου λες... Τι ανασφάλειες και λοιπά σου δημιουργώ; Δεν είμαι δα και κανας ξυπόλυτος, έχω την δουλίτσα μου, το σπιτάκι μου, όλα θα πάνε καλά, βλέπεις κανα λόγο να χωρίσουμε; Τα λεφτά σου φταίνε ή μήπως έχεις βρει γκόμενο;
- Βρε αγάπη μου, δεν μου αρκεί αυτό που βλέπω, πώς αλλιώς να σου το πω, η δουλειά σου είναι στον αέρα, το σπίτι θα το ξεπληρώνεις για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν μπορώ να μας ζω εγώ, χρειάζομαι να ξέρω ότι πατάμε και οι δυο γερά, δεν έχεις ύλη, το καταλαβαίνεις;;; Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλουμε και να κάνουμε παιδιά και και και.

βλ. και λίπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός αφορισμός/ανάθεμα όταν θέλουμε να ρίξουμε κάπου το φταίξιμο και δεν ξέρουμε ποιος μας φταίει. Καθώς οι λαδέμποροι (με κλασσικό εκπρόσωπο τον γερο-Λαδά του Ν. Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται») έχουν ταυτιστεί με τη μαύρη αγορά, την αισχροκέρδεια και την εκμετάλλευση, λίγοι είναι αυτοί που θα διαφωνήσουν.

Νέα περικοπή στις παροχές υγείας των ασφαλιστικών ταμείων; Κατάρα στον λαδέμπορα!

(από perkins, 21/05/10)Μαλβίνα Κάραλη, MALVINA HOSTESS. Στο 2:29. (από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified