Further tags

Μπορεί να χαρακτηριστεί μπαμπαδισμός και σεφερλισμός, πάντως ακουγόταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Προφανώς από το are you serious;

- Θέλω το αυτοκίνητό σου να πάω σε έναν γάμο στην Κόρινθο.
- Are you syrious or palestinious;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιγνιώδης και μπλεδίζουσα εκδοχή του πατροπαράδοτου σάλτα και γαμήσου.

Πεοτείνω ότι προέκυψε από ιντερνετικές φλογομαχίες ελέω αυτομάτων διορθωτών κειμένων που δεν αναγνωρίζουν την λέξη «σάλτα» και την γυρίζουν σε «σάλτσα».

1. Μιλάς εσυ για αποτυχία κουκλιτσα μου(τροπος του λεγειν δηλαδη κάτι απο το κόμπλεξ σου έχουμε καταλάβει όλη πως θα ειναι η μουρη σου) ΕΣΥ;; Που όλην την ημέρα κραζεις διάσημες όμορφες γυναικες στο YouTube!!! Τραβα με καναν ζιγκολο κοπέλα μου να σου φύγει η κάψα γιατι μας έχεις σπάσει τα παπαρια. Σε 4 βίντεο σε έχω δει ΜΌΝΟ ΣΗΜΕΡΑ. ΣΑΛΤΣΑ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ

2. kai h Xrysh Aygh file masoniki einai. giafto saltsa kai gamisu kai dagkwto KKE antepi8esi lae!

3.Με την μακαρονάδα α λα Πουτανέσκα ταιριάζει η σάλτσα και γαμήσου!

Linguine alla puttanesca με σάλτσα και γαμήσου (από Khan, 11/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, του νέας κοπής άσε μας κουκλίτσα μου και του αγγλικάνικου μπιτς πλιζ. Λέγεται δηλαδή όταν κάποιος ξεστομίσει κάτι τελείως άκυρο, ηλίθιο και προκλητικό, αλλά και όταν καθ' έξιν το κάνει σε μια περίοδο χρόνου οπότε έχουμε πια γκώσει.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ κατά την ένδοξη εϊτίλα. Φέρεται να σχετίζεται με την αντίστοιχη δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, οπότε ενώ ο νταλάρας ήταν το νούμερο δύο του πρηξαρχιδισμού, ο Γιάννης (Πα)Πάριος ήταν συγκριτικά ένα σεμνό νούμερο ένα. Οι δύο εκφράσεις πιθανόν προέρχονται από νούμερο στον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» του Χάρρυ Κλυνν (1985).

Πάσα: Σφυρίζων.

  1. Δεν μας κατουράς ρε Πάριε. Αν είναι δυνατόν. Μαζεύτηκαν λέει την Παρασκευή όλες οι διάνοιες μαζί στο εθνικό συμβούλιο για την οικονομία. (Εδώ).

  2. Δε μας κατουράς ρε Πάριε;. Υ.Γ.Στα @@@@ τους γραφω τους Οικολογους αλλα δεν ανεχομαι να με κοροιδευουν. (Από το phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική απάντηση απέναντι σε διήγηση / ιστορία που είναι καταφανές ψέμα. Θέλει να δείξει στον ψεύτη ότι έχει γίνει αντιληπτός, οπότε δεν χρειάζεται να γίνεται άλλο ρεζίλι (εκτός αν είναι τόσο ηλίθιος που το εκλάβει ως παρότρυνση για λεπτομέρειες πάνω στην ιστορία, οπότε καλά να πάθει).

Συνώνυμα: μη μου πεις, άσε ρε, τι μας λες.

- Και την έχω στα τέσσερα, και ουρλιάζει τόσο που ξύπνησε ο παππούς τρεις ορόφους κάτω λέμε!
- Λέεεεεεγε ρε!

μινχαουζεν (από profesor, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η έννοια του «στ' αρχίδια μου», αλλά στην εξειδικευμένη περίπτωση του «δεν μου καίγεται καρφί εφόσον εγώ περνάω καλά τώρα».

Μπορεί να καταταχθεί και ως μία από τις αιτίες της τωρινής κατάστασής μας!

(Πρέπει, βεβαίως, να αναφέρω -για να τον τιμήσω έτσι- τον δάσκαλό μου στην οδήγηση Αρίστο, ο οποίος μου έμαθε την φράση και την σημασία της).

Στ' αρχίδια μου τα δυο που 'ναι σα καμπαναριό, και γαμάνε και χτυπάνε κι όλο τον κόσμο τον ξυπνάνε. (Τι με νοιάζει τί φασαρία κάνουν αφού εγώ γαμάω τώρα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση βγαλμένη από σελίδα φβ.

Η απαξίωση μιας γκόμενας (συνήθως ψωνάρας) η οποία έχει τουπέ ή το παίζει ιστορία. Συνήθως το λέμε σε όσους/όσες είναι swag και είτε προσπαθούν να μας την πούνε, είτε τραβάνε ποζερίστηκες photos στο Φουμπού.

- Δεν ξέρεις με ποια μιλάς. Με μένα δεν παίζουνε αγοράκι μου. Έχω όποιον άντρα θέλω, όποτε θέλω.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Το ξέρεις ότι με θέλουνε πολλοί και με παρακαλάνε στο FB; Εγώ περιμένω τον άντρα gentleman, να έρχεται να με παίρνει απ' το σπίτι και να με κερνάει.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικάνικο bitch please, φοριέται πλέον και στα ελληνικά κουλέζικα. Πρόκειται για μια μπανεύκολη πασπαρτού γείωση, που χρησιμοποιείς για να δηλώσεις ότι ο συνομιλητής σου μόλις ξεστόμισε κάτι άκυρο, ηλίθιο, σκανδαλώδες, εξωφρενικό ή προκλητικό και επιθετικό. Μοιάζει δηλαδή αρκετά με το έλεορ!. Χρησιμοποιείται και για να κοπεί γρήγορα ένα βρις-οφ, καθώς και ως επίθετο για να περιγραφεί μια αντίστοιχη κατάσταση.

Πάσα: John Black.

  1. απλα οταν σου λεει ο χαπακιας αααα τι ωραιος που ειμαι και ΧΟΥΑΑ δες φλεβες στο μπρατσο κτλ..ε,θες να πεις ενα μπιτς πλιζ.............. (Εδώ)

  2. Μια χαρα υπαρχει ζωη εκτος Μνημονιου. Μην λετε χαζομαρες. Πριν 2 εβδομαδες τσιμπησαν 18δις οι τραπεζες ενω η συνολικη τους αξια ειναι γυρω στα 4-5δις. Τον Ιουνιο θα μας ζητησουν μετρα 11,5 δις μεσα στα οποια και βασικο μισθο 200ε μεικτα. Και θες να μου πεις οτι αυτο ειναι μονοδρομος και δεν υπαρχει αλλη λυση; Μπιτς, πλιζ. (Εδώ).

  3. Βάζοντας όμως μία μπιτς-πλήζ χορωδία, βιολί και κοντραμπάσο (μια λέξη), δεν βαφτίζεσαι αυτομάτως «επικός». (Εδώ).

  4. - Αλλά αν κατάλαβες τί γράφω πάνω το μπιτς πλιζ δεν κολάει.
    Οπότε: Ή μάθε να διαβάζεις ή να χρησιμοποιείς meme.
    - Δες τον μαλάκα που κόλλησε. Το μπιτς μπλιζ πάει παντού ανίδεε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...as in λες ρίλες.

Βγαίνει απ' την έκφραση «ψωλές απο γορίλες».

Παρόμοια με το πούτσες μπλε και παπάρια με λουλούδια.

- Πώς ήταν η ταινία ρε μαλάκα;
- Ρίλες, ρε φίλε, σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός στην περιοχή της Αιτωαλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας. Πρόκειται για απαξιωτικό σχολιασμό, αντίστοιχο του ευρύτερα γνωστού «κολοκύθια». Ειδικότερα και όταν ο σχολιασμός αφορά άποψη του συνομιλητή, εκείνος ως κοντραπαξία της απαξίας μπορεί να απαντήσει «φλοκ».

Η ορθή εκφορά του φλιτς, απαιτεί το λι να λέγεται με το πλαϊνό κάτω μέρος του στόματος για οξύτητα και ένα ανεπαίσθητο ι να ακολουθεί τη λέξη. Αδύναμο στο χαρτί, το φλιτς στα χείλια ενός γηγενούς των ως άνω περιοχών ή ενός έμπειρου χρήστη της τοπικής διαλέκτου μπορεί, συνοδευόμενο από τραχείς μορφασμούς του προσώπου, να εκφράσει άμεσα και παραστατικά την απαξίωση και να προκαλέσει, εφόσον απευθύνεται στο συνδιαλεγόμενο, ανασφάλεια και στιγμιαία συναισθηματική ανισορροπία.

  1. - Τσ'έδωσα τα παπούτσια στου χέρ(ι). Άι σμάνασ καμάρμ πουμόχσ πρήξ(ει) τα σκώτια.
    - Και τώρα ρε μαλάκα, ποιόσθασμαζώσει τα παιδιά.
    - Ξέρου γω μωρέ μαλάκα. Η βάβωτσ.
    - Καλά μαλάκα, φλίτσ(ι)
    - Φλοκ μαλάκα, πθκάτσω με ντπαλιοπτάνα να μβγάλει καρκίνου.

  2. - Πόσο έηχει αυτό;
    - Πεντ'ευρώ.
    - Να σ'δώσω 3;
    - Φλίτσ(ι)

  3. - Ξέρουμε το δρόμο προς την Ιθάκη. Έχουμε χαρτογραφήσει τα νερά.
    - Φλίτσ(ι) μαλάκα, πόχεις χαρτουγραφήσει τα νιρά. Τ'αρχίδιασ χαρτουγράφσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και να, η προαιώνια ανάγκη του σλάνγκου να πρωτοπορήσει ξαναχτυπά. Στο γούγλε το λήμμα δίνει αραβικά χωριά. Όμως, το γλυκύτατο σκατόπαιδο-μανάβης-του-μπι που ουρλιάζει παίζοντας και το ακούει όλη η πόλη παρά τα κλειστά παντζούρια, δηλαδή έλεος, συνέβαλε στη σλανγκική καταγραφή της ενοχλητικής έκφρασης με την οποία μου ζάλιζε τα αυγά ο ξάδερφός μου ο βαγγελάκης στο δημοτικό. Έχουμε και λέμετε):

Τίκρα: Το κερί του αυτιού, η κυψελίδα που λένε οι ωριλάδες, με τις όξινες αντιβακτηριδιακές ιδιότητες που σκοτώνει τα μικρόβια, μας γλυτώνει από ωτίτιδες και αν μαζευτεί στο πτερύγιο του αυτιού αποτελεί αφορμή για χαρακτηρισμό του ενδιαφερόμενου ως μπίχλερμαν. Ομοιοκαταληκτεί με το πίκρα πράγμα λογικό γιατί, όπως κάθε παιδί που αναγνωρίζει τον κόσμο γύρω του ξέρει, η τίκρα είναι πικρή, αντιθέτως με τη μύξα που είναι αλμυρή.

Συναντάται από όσο γνωρίζει η γράφουσα μόνο στην γνωστή παιδική γείωση απάντηση στην ενοχλητική ερώτηση «τι».
-Τι;
-Τίκρα στ' αυτί.

-...αδφαφί (ψιθυριστά)
-Τι είπες;
-σσσκαμαμφχφ (ψιθυριστά)
-ΤΙ;
-ΤΙΚΡΑ ΣΤ' ΑΥΤΙ ΑΑΧΑΧΑΧ
-Θείααααα πάλι με κοροϊδεύει ο Βαγγελάκηςςς
-Με τρελάνατε, να φύγετε, να πάτε αλλού να παίξετε.
-Και δηλαδή τι είναι τώρα η τίκρα ρε, δεν υπάρχει τέτοια λέξη.
-Το κερί στο αυτί είναι, να, να το βλέπεις αυτό; ααχαχαχ
-Θείαααα μου σκούπισε το αυτί στη μπλούζααα
-Έλα εδώ εσύ, στη μάνα σου, εσένα άμα σε περιλάβω...

(από Galadriel, 05/01/12)Δεν κατάλαβες... ΤΩΡΑ είναι σιχαμερό, το κάνω upload και δεν ξανάρχομαι σε αυτό το λήμμα, τέλος. (από Galadriel, 05/01/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified