Selected tags

Further tags

Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».

-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published

Κουκουλοφλώρος χαρακτηρίζεται ο τυπάς που, αν και φοράει κράνος – κασκόλ –μάσκα / γυαλιά σκι, έχει ακόμη μέσα του την ιδέα πως κάποιος κάπου πρόκειται να τον γνωρίσει και να τον κάνει «να πληρώσεις ρε αλήτη» για ότι έχει κάνει. Οπότε αποφεύγει συστηματικά την έκθεση σε οπτικό πεδίο κάμερας, τα πλιάτσικα σε μαγαζιά που βιντεοσκοπούνται για τη δική μας ασφάλεια (εκτός αν η λίστα του ντου έχει προϊόντα πρώτης ανάγκης οπότε κάνει την υπέρβαση), το να το παίξει ο ειρηνευτής που θα μπει ανάμεσα στους μπάτσους και στους μπάχαλους για να ηρεμήσει τα πνεύματα και άλλα.

Διαθέτουν την χείριστη φήμη ανάμεσα στις τάξεις των απλών και τίμιων κουκουλοφόρων και συχνά αναφέρονται και ως μαύρα πρόβατα. Κανείς δεν τους συμπαθεί, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν και να τους διώξουν, καθώς η πάλη κατά της πόλης που καίγεται - λουλούδι που ανθίζει είναι πραγματικά δύσκολη και χρειάζεται την συνδρομή όλων. Παρόλα αυτά, οι κουκουλοφλώροι επιτελούν μιας κάποιας μορφής έργο, με το να σπάνε μάρμαρα και να φέρνουν πολεμοφόδια, να ζωγραφίζουν με σπρέι διάφορα συνθήματα, να πασάρουν και να κουβαλούν τα μαλόξ και γενικά να χαμαλοδουλεύουν.

Αν διαβάζετε τον ορισμό και κάτι δεν σας έκατσε καλά, τότε μάλλον είστε αστυνομικός ή ανήκετε γενικά στα σώματα ασφαλείας, χουντάλας, ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κέντρο και μη περιοριστικά. Για εσάς ο ορισμός είναι: γενικά όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από μία κουκούλα.

(Δύο τύποι συνομιλούν στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης 17 Νοεμβρίου)

- Λοιπόν, σήμερα το μενού έχει Στάρμπαξ και Ζάρα. Παίρνω εγώ Ζάρα.
- Εντάξει. Να το κάνουμε πέτρα ψαλίδι χαρτί ή να διαλέξω πρώτος.
- Άσε εμείς έχουμε ήδη κάνει τρελό τιμ. Εγώ, ο Κώστας ο ψηλάκος, ο Χρηστάκης ο άτσου, ο Πεπερικλής ο κεκές και ο Μίλτος ο ράπα.
- Τι λες ρε φίλε; Πάλι θα μείνω εγώ με τους κουκουλοφλώρους; Δεν στρέει, θέλω να διαλέξουμε ξανά.

Ποιος είπε ότι ο Τσίπρας χαϊδεύει τους κουκουλοφλώρους; (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος της αποκριάς (λατινικά carnem levare= εξαφανίζω το κρέας) που παραπέμπει σε κατάσταση διασκέδασης χωρίς τελειωμό.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται, για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.

Επίσης περιγράφει και καταστάσεις που είναι για γέλια λέγοντας ότι είναι για τα καρναβάλια.

Την είδες πώς ήρθε η Βούλα για καφέ; Σκέτο καρναβάλι! Αμ εκείνος ο κότσος πάνω στο κεφάλι της τι σου έλεγε! Πρέπει να τραβήξει την προσοχή και στο τέλος καταντάει για τα καρναβάλια!

Ωραία μωρέ τα καρναβάλια... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος. Στην κυριολεξία είναι ο γνωστός μας πελαργός [τουρκ. leylek].

.

- Ρε, ποιος είναι το λελέκι εκεί χάμου;
- Ο γιός της κυρα Μαρίας, δεν τον ξέρεις;
- Δυο μέτρα είναι ο πούστης... Μπράβο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάρα πολύ αδύνατη γυναίκα (ή άντρας).

- Καλή η πιπινέζα.
- Ναι, αλλά οδοντογλυφίδα. Θα την πάρει ο αέρας!

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τις παχουλές, ευτραφείς γυναίκες. Ο συνειρμός είναι εμφανής: μεγάλη ποσότητα κρέατος, λόγω φαγητού.

- Ρεεε, μην καρφώνεις έτσι, θα μάς κάνεις ρόμπα... Πως χάσκεις έτσι;
- Την βλέπεις την κρεατωμένη εκεί στη γωνία... Πρέπει να κάνει τρελά σχέδια στο κρεβάτι...

Με στόχο την κρεάτωση... (από krepsinis, 12/02/09)Κρεατωμένη και ετυχισμένη! (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να βάζουμε τα γυαλιά ηλίου, όχι στα μάτια, αλλά στο πάνω μέρος του κεφαλιού μας, πάνω από μαλλιά (ή φαλάκρα), έτσι ώστε να κοιτάζουν στον ήλιο, σαν να είναι ηλιακός θερμοσίφωνας σε ταράτσα σπιτιού.

Αγαπημένη έκφραση Ανίτας Πάνια.

-Εσύ αρχηγόπουλο τι τον θες τον ηλιακό θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για όποιον πράγματι φέρει αυτά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά αλλά και για όποιον έχει προσωρινά χαζέψει επειδή αφαιρέθηκε, επειδή νυστάζει, βαριέται, επειδή του είπαν κάτι που τον άφησε αποσβολωμένο ή προσπαθεί να παρακολουθήσει κάτι ακατανόητο για το φτωχό του μυαλό.

Δες έναν μαλάκα... δες πώς το κοιτά το κοντοπούτανο λες κι είδε καμιά θεϊκή ανάφτρα... μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνο, ο στόκος...

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified