Further tags

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέας κοπής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται πια παρα πολύ, το γιατί τόσο πολύ δε με ξεπερνάει, βλ. παρακάτω. Όταν κάτι "με ξεπερνάει" σημαίνει ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται κάτι, ότι μου είναι ακατανόητο, και κατ' επέκταση (αλλά τι επέκταση! βλ. παρακατώ) ότι το θεωρώ πολύ αντιφατικό, παράλογο, εξωφρενικό και ακραίο (γιατί ακριβώς ακραίο θεωρούμε αυτό το οποίο δε βγάζει για μας νόημα). Ο υπαρξισμός ή υπαρξυσμός των φτωχών, θα έλεγα. Συνήθως θεωρείται, βεβαίως, in this country παράλογο αυτό το οποίο κάνει κανείς αν και αντιβαίνει στα στενά ατομικά και υπολογιστικά του συμφέροντα με την ευρεία έννοια. Είναι μεταφραστικό δάνειο (απορία: έτσι λέγεται αυτό ακόμα κι όταν το κάνουν μη μεταφραστές;) από τα αγγλικά, γιατί εισήχθη προκειμένου να αποδόσει το αμερκάνκο is beyond me, βλ. το λήμμα στο urban: beyond me. Στο ευρύ φάσμα των ςτφ, τι στον πούτσο;, τι λες τώρα! κ.λπ. και άλλων που δηλώνουν έκπληξη-αποδοκιμασία. Επίσης στο ευρύ φάσμα των φράσεων, όπως των περιφράσεων με το βγάζω, οι οποίες δηλώνουν την ερμηνεία μας (ή την αδυναμία μας για ερμηνεία) ενώπιον στάσεων και συμπεριφορών στο κοινωνικό πεδίο.

Η φράση μου βγάζει μια χιπστερ-ίλα και είναι όντως σύμπτωμα χιπυστερικόν και απ' αυτό που ονομάτισε πολιτικά μη ορθά κάποιος εδώ στο σλανγκ πουστρομανιέρα (ένα είδος gay διαλέκτου της σοούμπιζ που διαχέεται προς τα κάτω λόγω προβολής και επιρροής).

Εδώ είναι το παρακάτω: Με τη γενίκευση της χρήσης της, έγινε φανερό ότι ανακλά μια συντηρητική, κομφορμιστική, κλειστή και εγωιστική στάση απέναντι στον άλλο. Όταν διαρκώς μας ξεπερνάει κάτι που κάνει ή είναι ο άλλος, αυτό δε σημαίνει πια ότι δεν το κατανοούμε, όπως ήταν αρχικά το νόημα της φράσης, αλλά ότι παραιτούμαστε από το να το κατανοήσουμε, και ο λόγος είναι ότι ό άλλος δε μας ενδιαφέρει πια, δε δίνουμε δεκάρα τσακιστή, όταν παρεκκλίνει από την κοινωνική νόρμα και κανονι(στι)κότητα των καθημερινών ηθικών, πολιτικών, αισθητικών κλπ. επιλογών.

Λέγοντας ότι μας ξεπερνάει κάποιος για κάτι που κάνει, κατά κάποιο τρόπο τον σφάζουμε με το μπαμπάκι, γιατί η έκφραση εκ πρώτης φαίνεται να εκθειάζει/"δοξάζει" τον άλλο για την διαφορά του και να έχει μια "αυτοταπεινωτική" διάθεση (με ξεπερνάει = υπερβαίνει τις δικές μου φτωχές ικανότητες κατανόησης και τον υπαρξιακό/φαινομενολογικό μου ορίζοντα). Στην πραγματικότητα, όμως, μια πραγματικότητα που περίπου ο καθένας νιώθει σαν ένας μικρός οpinion leader...

(αρχή μεγαλούτσικης παρένθεσης -> opinion leader: αυτός ο όρος φαίνεται να σημαίνει αυτόν ο οποίος στα κουτσομπολίστικα πάνελ εκφράζει όχι τη γνώμη του, αλλά μερίδα της κοινής - υποτίθεται - γνώμης, με άλλα λόγια επιβεβαιώνει, επιστρέφει και επιρρώνει στη συντριπτική πλειοψηφία το κοινό περί νόρμας αίσθημα ή τις φαντασιακές μας κοινότητες, δηλαδή, συνήθως ότι ποταποτερότατον - βλ. και σχολιάκι μου εδώ για τις "γνωματζίδικες γνώμες" και τη θέση τους στο σλανγκ.τζιαρ. Το opinion leader ακούγεται μάλλον πιο δημοκρατικό από τον προκάτοχό του, το opinion maker - τέλος μεγαλούτσικης παρένθεσης)

...όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι μας ξεπερνάει, τον διαολοστέλνουμε συνοπτικώς και άτεγκτα (βλ. και το άλλο αμερκάνκο: I have no time for this shit). Δηλαδή, γίνεται διαρκώς αυτή η αντιστροφή: κάτι με ξεπερνάει επειδή είναι ακραίο - > κάτι είναι ακραίο επειδή με ξεπερνάει. Έτσι, όμως, ομορφόπαιδα, πετσοκόβεται σιγά σιγά μέσα από τους κοινωνιογλωσσικούς αυτοματισμούς το humanum, η κοινή μας ανθρωπινότητα, η οποία μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να λέμε ότι "Homo sum, humani nihil με ξεπερνάει" (= άνθρωπος είμαι, τίποτα το ανθρώπινο δε με ξεπερνάει). Τώρα ας μην αρχίσουμε τη συζήτηση για το Άουσβιτς ή και γιατί όχι;

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα υπάρχει μια πίεση συνέχεια να λέμε ότι με ξεπερνάει εκείνο, με ξεπερνάει τ'άλλο, γιατί προφ όλα όσα κάνω εγώ είναι τόσο κατανοητά και τέλεια και αμιγή αντιφάσεων! Τόσο στιλβωμένα και ραφιναρισμένα/επεξεργασμένα!

προΤελευταία παρατήρηση: αν η φράση όπως υπεννόησα χρησιμοποιείται κατά κόρον και διαχέεται από σελέμπριτις και σεμπρίλιτις, αυτό έχει να κάνει με αυτό που λέμε υπερανάπληρωση αν και δεν είναι απαραίτητα ασυνείδητο όλο αυτό: πάντως, νιώθοντας ενοχικά για πράγματα που αναγκάζονται/επιλέγουν να κρύβουν τα οποία ξεπερνάνε (;) τον μέσο άνθρωπο (τον ποιον;) που τους ακούει και τους τρέφει και τους αγαπάει, δε χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν ότι συμφωνούν με τον κοσμάκη σε ένα σωρό άλλα πράγματα που ξεπερνάνε τους ίδιους (π.χ.

"το γιατί ο άλλος θα κατέβει σε μια πορεία να διαμαρτυρηθεί και θα πετάξει μολότοφ, προσωπικά με ξεπερνάει"

κ.τ.ο.).

Τελευταία παρατήρηση: καμιά φορά το "με ξεπερνάει" απευθύνεται εις εαυτόν, όταν αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε εκείνο ή το άλλο σε στυλ αυτοψυχοψαξίματος.

Παραδείγματα από το νέτι:

«Με ξεπερνάει να με βρίζουν συμπατριώτες μου Παναθηναϊκοί»! Ξέσπασε ο Γιώργος Μανούσος στο facebook για τα όσα άκουσε από την κερκίδα των οπαδών του Παναθηναϊκού.

Νίκος Χατζηνικολάου: «Αυτό με ξεπερνάει! Τι λαός είμαστε;»Εμφανώς ενοχλημένος ήταν ο Νίκος Χατζηνικολάου σήμερα το πρωί, με αφορμή την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας, λόγω της χιονόπτωσης.

Αυτό που οι κουτσουλιές είναι άσπρες στα μαύρα αυτοκίνητα και μαύρες στα λευκά με ξεπερνάει

Μόλις γύρισα από Τουρκία που ήμουν σε αποστολή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το κουρδικό και μπορώ να πω απερίφραστα ότι ο ευρωπαϊκός κυνισμός με ξεπερνάει. Ξεπερνάει ακόμη και την τουρκική αγοραία βουλιμία, ξεπερνάει ακόμη και την ελληνική διοικητική ματαίωση των καιρών μας» (από δώ).

Γενικά, με ξεπερνάει το γεγονός ότι είναι τόσο αξιοπερίεργη η γυναικεία φιλία. Μας μειώνει. Ναι, οι γυναίκες μπορούμε να γίνουμε σκύλες μεταξύ μας, αλλά οι λίγες καλές φίλες που έχω μου αποδεικνύουν ότι μπορούμε να είμαστε και τα μεγαλύτερα στηρίγματα η μία για την άλλη.

Η υστερία από μόνη της είναι ένα θέμα προς έλεγχο, διότι από τη μία σημαίνει ότι έχω πράγματα απωθημένα και καταπιεσμένα που πρέπει να τα βγάλω στην επιφάνεια, να τα δουλέψω, να τα εκλογικεύσω και να τα ξεπεράσω. Από την άλλη όμως δείχνει ότι χάνω τον έλεγχό μου, δεν έχω ικανότητα να ελέγξω τον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές, με ξεπερνάει ο εαυτός μου κι οδηγείται σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις που έχουμε μάθει να ονομάζουμε υστερικές. από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαγμένη, ως προς την προφορά, απόδοση του αγγλικού psycho: ο ψυχασθενής με παράξενη ή και βίαια συμπεριφορά.

Παράλληλα και με τα δυο παίζει (περισσότερο προφορικά αυτό) και το ψάικο ενίοτε και σαν πσάικο. Και βεβαίως – βεβαίως όλα προέρχονται από το ψυχή είναι άκλιτα και εμφανίζονται σαν ουσιαστικά, επίθετα κι επιρρήματα.

Οι στατιστικές τοποθετούν τους Έλληνες ως προς την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων στις πρώτες θέσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής λίστας. Άρα τι; Βρήκαμε επιτέλους τι παράγουμε σαν χώρα; -μια και αφού πουλάμε τρέλα θα ήταν περίεργο να μην την παράγουμε, νο; Ή έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος που αναπαράγεται με τρομερή επιτυχία βασικά, δια της μολυσματικής δράσης του; Ά! Ναι! Και ποιος κρίνει (αν μη τί άλλο, ως προς τα όρια) ποιος είναι ποιος και τι είναι τι;

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στις ταινίες «Ψυχώ» (“Psycho” -1960-) του Alfred Hitchcock με σενάριο από νουβέλα του Robert Bloch (-1959- βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) και “American Psycho” (2000) της Mary Harron με σενάριο από νουβέλα του Bret Easton Ellis (1991) που έχουν γράψει μια κάποια ιστορία.

1. Παιδιά αυτός ο Μ… δεν είναι φυσιολογικός διευθυντής. Είναι ..σάικο! Λέει σε συνέντευξη του ότι: i) Έχει σπάσει τζαμαρίες στο control όταν έχασε θέμα. ii) Του πήγαν άθραυστα τζάμια και τα χτυπούσε επί δέκα λεπτά με καρέκλες μέχρι που τα έσπασε. iii) (…) μια φορά έπιασε να πνίξει έναν τεχνικό επειδή έχασε ένα link. iv) Έσπασε μια πόρτα του σταθμού και μαζί τα δάχτυλα του. Μας συγχωρείτε αλλά αυτός δεν είναι άνθρωπος ούτε χιονάνθρωπος. Μάλλον έχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να το δει.

2. Δεν κατάλαβα τίποτα. Σε μένα μιλάς; Σε ξέρω; Με ξέρεις; Τι Σαββόπουλο τσαμπουνάς; Μπας και βλέπεις παντού φαντάσματα των πρώην σου; Μπας και είσαι λίγο σάικο;

3. Ο βλαχού έχει πάντα έναν και μόνο έναν κολλητό συμβλαχού με τον οποίο κάνουν αστεία για πούτσες και γαμήσια ή απλά γελάνε επαναλαμβάνοντας την ίδια ατάκα, πχ «ατσάαα» και «ίσι μουρφή!» Εκατό φορές τη μέρα. Κατά τ' άλλα είναι λιγομίλητος τύπος. Αν επιχειρήσεις οποιαδήποτε κοινωνική επαφή πάνω από μούγκρισμα, θα σου ρίξει ένα psycho βλέμμα που θα φρίκαρε και τον πληκτρά των Rammstein.

4. Θες να μας πεις ότι θα κόψεις το τσιγάρο, έμμεσα; Καλό ήταν, αλλά μου φάνηκε κάποια στιγμή λίγο psycho να κάθεσαι και να μιλάς με το character και να σαι no life!

5. Πωωωω ρε φίλε psycho-φάτσα δες!!! Μαζεύτε τον ρεεεεεεε....

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα γαμήσι, που γίνεται από έλεος, από σεξουαλικό αλτρουισμό. Έχω περιγράψει την έννοια και στα λήμματα βολεύω, εξυπηρέτηση και ψυχικό. Η λεπτή διαφορά είναι η εξής. Αυτά τα τρία τα κάνει συχνά ο εραστής στον ερώμενο. Το γαμήσι του ελέους αντιθέτως έρχεται και με συγκατάβαση της (του) ερωμένης (-ου) στον πλαγίως διεκδικητικό εραστή. Σε μια γυναίκα ας πούμε ξυπνούν τα μητρικά ένστικτα, και σε λυπάται σαν να είσαι παιδί της. Κλασική περίπτωση νοσοκόμες που το κάνουν με αρρώστους.

Για ορισμένες στρειδομούνες το γαμήσι του ελέους μπορεί να λειτουργήσει ως καλή τεχνική αποπλάνησης. Δηλαδή την κάνεις να αισθανθεί σαν να είσαι παιδί της. Ή να σε λυπηθεί για κάτι άσχημο που σου συνέβη, για ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα που έχεις κ.τ.λ. Αφήνω βέβαια στην κρίση σας αν αξίζει ένας άντρας να πέσει τόσο χαμηλά, και μήπως γίνεται έτσι μουνόδουλος εξαρχής. Υποθέτω το ιδανικό θα ήταν να κάνει μια πράξη ηρωισμού, ένεκα της οποίας να πάθει κάτι, κι έτσι για να παραφράσω τον Αριστοτέλη, «δι' ελέου και φόβου να περάνη την της τοιαύτης γκόμενας πήδηξιν».

Αγγλιστί: mercy-fuck.

Συμβαίνει συχνότατα στα ρεππαπαπαθανασιουργήματα.

Επίσης στο Sex & the City, ο Στηβ έχει καρκίνο του όρχεως και του κόβουνε το ένα αρχίδι. Η Μιράντα τον λυπάται και πάνω στην ανάρρωση κάνει μαζί του ένα γαμήσι του ελέους χωρίς προφυλάξεις (αν και είχαν χωρίσει), θεωρώντας ότι είναι αδύνατο να μείνει έγκυος από έναν μόνορχι, κι όμως, μένει έγκυος κάνει παιδί και παντρεύονται. Σόρι για την σποϊλεριά, αλλά δεν πστεύω να έχουμε καμία καρριόλα εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Little CheckBoxes

Κουτάκια είναι τα τυπωμένα ή ψηφιακά τετραγωνάκια, τα οποία αντιστοιχούν σε προτάσεις, για τις οποίες αποφαίνεται κανείς επιλέγοντας μεταξύ των δύο: "ναι", μαρκάροντάς τα, ή "όχι", αφήνοντας τα κενά (ή γράφοντας ένα "x" μέσα τους). Μαρκάρεις αν κάτι ισχύει για σένα, αν αυτή είναι η προτίμησή σου μεταξύ πολλών επιλογών, αν ένα κριτήριο ή μια προϋπόθεση πληρούται, αν ένα βήμα ή μια διαδικασία έχει διεκπεραιωθεί ή αν μια υποχρέωση ή ένα καθήκον έχει εκπληρωθεί. Είναι τα αγγλικάνικα checkboxes ή tickboxes. Φαντάζομαι το ξέρατε. Τα κουτάκια από τις διοικητικές φόρμες, τα εξεταστικά quiz και τα ψυχομετρικά τεστ έχουν ξεφύγει! και αποικίσει τα μυαλά και τις γλώσσες των ανθρώπω, εξου και οι εκφράσεις:

Σκέφτομαι Κουτάκια, Σκέφτομαι με κουτάκια...

...που δηλώνουν τα [νοητικά] κουτάκια με τα οποία κανείς προσεγγίζει τα ζητήματα της ζωής, από τα πιο πεζά και γραφειοκρατικά μέχρι και τα πιο βαθιά και καραγκαγκάν υπαρξιακά. Η φράση σκέφτομαι (συμπληρώνω, τσεκάρω) κουτάκια σημαίνει τη νοητική δραστηριότητα να σκέφτεσαι με εργαλείο ένα νοητικό ευρετήριο κυρίως τη λίστα με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τα "ορόσημα" που πρέπει να φτάσεις .

- Τι σκέφτεσαι... - Τίποτα, κάτι κουτάκια σκέφτομαι για αύριο.. - Γιατί, τι έχεις να κάνεις αύρίο;

Η δραστηριότητα αυτή μπορεί, όμως, να μην περιορίζεται σε ένα λίγο πολύ μνημοτεχνικό ή οργανωτικό εργαλείο, αλλά να ανακλά ένα γενικότερο και παγιωμένο τρόπο σκέψης και δράσης, έναν τρόπο πρόσληψης και εμπλοκής με την πραγματικότητα μέσα από την κατάτμηση και συναρμολόγησή της. Το να σκέφτεται κανείς με κουτάκια μπορεί να φαίνεται ένας αποδοτικός και εύληπτος τρόπος να διαχειρίζεται τον εαυτό και τις υποθέσεις του, ο οποίος, όμως, επειδή τείνει να αγνοεί τη σχέση με το όλον και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διεκπεραίωση αυθαίρετα διασπασμένων διαδικασιών και όχι για το νόημά τους, "μαραίνει" τον ψυχισμό από ουσιαστικές διαστάσεις του. Γι' αυτό και σλανγκικά το σκέφτομαι με κουτάκια είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός για τον τρόπο σκέψης-δράσης ο οποίος προσεγγίζει τα προβλήματα μηχανιστικά, επιφανειακά, ξερά, ως και κυνικά κλπ, αλλά επειδή βγάζεικαι έναν "πραγματισμό", "ρεαλισμό" και μια προσήλωση στη λύση προβλημάτων, όλο και περισσότεροι προμελετημένα συνήθως παραδέχονται και καμαρώνουν ότι "σκέφτονται με κουτάκια".

Το νόημα της λέξης κουτάκια εδώ είναι: τα μικρά κομμάτια ή διαμερίσματα ενός ευρύτερου σχεδίου ή συνόλου ή ζητήματος.

Άνοιξε το μυαλό σου στο αναπάντεχο! Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ με «κουτάκια» Αν ο νους μας είναι το μεγαλύτερό μας όπλο για να βγάζουμε ένα δύσκολο 24ωρο, η προπόνησή του με τα κατάλληλα εργαλεία παραμένει τεράστια πρόκληση. (γυναικείο περιοδικό)

Το μόνο που μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους είναι η εικόνα που έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι». Κουτάκια, κατηγορίες, ταμπέλες. Προσδοκίες σκηνοθετημένες με απόλυτη λεπτομέρεια. Πρωταγωνιστές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, συγκεκριμένους διαλόγους, συγκεκριμένες εκμυστηρεύσεις.

«Ένιωσα ανασφάλεια, όχι απογοήτευση. Ήθελα να ξέρω πως θα έχω δουλειά το Σεπτέμβριο. Από τη στιγμή που δεν είχα μια σαφή εικόνα για το τι θα γίνει και η εποχή έχει μια ρευστότητα, που δεν έχει να κάνει με την επιτυχία και το αν είσαι εργατικός, ήθελα να έχω μια σιγουριά. Είμαι πολύ με τα κουτάκια μου και με αγχώνει να μην ξέρω τι θα συμβεί αύριο. Ήξερα, π.χ., πως Σεπτέμβριο θα στείλω τον Γιαννάκη στον παιδικό. Το είχα αποφασίσει πέντε μήνες πριν, είχα διαλέξει σε ποιο παιδικό σταθμό θα πάει. Έτσι είμαι εγώ. Θα μου πεις πως όλα δεν έρχονται όπως τα θέλεις. Ναι, αλλά όταν παίρνεις μια απόφαση, παίρνεις και το ρίσκο σου». [η Φαίη Σκορδά σκεφτεται με κουτάκια]

Η λογική μου με το συναίσθημα μου είναι δύο διαφορετικά κουτάκια. Όταν ανοίγει το ένα, κλείνει το άλλο. Στα ρεπορτάζ μας κοιτάω να βάζω τη λογική μπροστά και το συναίσθημα να το παίρνω μαζί μου στο τέλος στο σπίτι. [και η Δάφνη Καραβοκύρη]

Οι άνθρωποι δε χωράνε σε κουτάκια

Δεύτερη, συναφής, αλληλεπικαλυπτόμενη με την παραπάνω έννοια για τα κουτάκια είναι η σημασία της προκατάληψης, της ετικέτας, του στερεοτύπου ή του εξωτερικού (και ρηχού) περιγράμματος. Προκάτοχος έκφραση εδώ είναι το οι άνθρωποι δε χωράνε σε καλούπια, δηλαδή, ότι η περιγραφή και κατανόηση των ανθρώπων ως συσσωρεύσεων και συναρμογών από χαρακτηριστικά (από κριτήρια, τα οποία πληρούν ή όχι) τους στερεί τη μοναδικότητά τους, που είναι και η ουσία τους. Κι εδώ είναι πιο εμφανής η αγγλικάνικη επιρροή από τη φράση think out of the box, σκέψου έξω από τα παραδεδεγμένα πλαίσια. Αλλά φαίνεται ότι αυτό το νόημα για τα κουτάκια επικονιάζεται κάπου νοηματικά και με ένα άλλο νόημα σχετικό με τη μαζοποίηση και την τυποποιηση και την ομογενοποίηση: κουτάκια = σπίτια σπιρτόκουτα της suburbia, όπως φαίνεται από το παλιό τραγούδι του Pete Seeger "Little Boxes".

Η αγάπη, φίλοι μου, δε χωράει σε κουτάκια. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός με διαφορετικούς ανθρώπους. Για να αγαπήσεις τον άλλο στ’ αλήθεια, απόλυτα, θα πρέπει πρώτα να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο τον εαυτό σου. από δώ

Οι άνθρωποι δεν χωράνε ούτε σε κουτάκια ούτε σε τρυπάκια. Ή είναι στη ζωή σου ή όχι. Εκτός και αν θες ψίχουλα. " (από εδώ, δεν ξέρω τι εννοεί τρυπάκια με ύψιλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.

- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!

Σαϊλογκόμενα με λίγο από γιαλομαμούνα (από Khan, 02/10/10)Ο Εβραίος Shylock με την κόρη του Jessica Shylock, μεγάλη σαϊλογκόμενα, ντόοοοοινγκ (από Khan, 02/10/10)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτρα πάτρα απόδοση του αμερικλάνικου, κατά βάση, motivated = ο έχων κίνητρο, ή κινητοποιημένος, αυτός, δηλαδή, που παρακινείται στη δράση με ισχυρή και αρκούδως εσωτερικευμένη παρώθηση, ώστε να μοιάζει ενθουσιώδης κάνοντας πράγματα τα οποία δύσκολα σε κινητοποιούν από μόνα τους και δύσκολα αποκτούν/ εύκολα χάνουν το όποιο προσωπικό νόημα.

Εμείς τον θέλουμε τον πωλητή μοτιβαρισμένο, αλλιώς πάει στον πελάτη και κλαίνε κι οι δυο μαζί.

Ο όρος μάλλον ακούγεται πολύ στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των πωλήσεων, ενός εργασιακού πεδίου έτσι κι αλλιώς ουγκα μπουγκα από την άποψη στρες και ανταγωνισμού, που γενικά τραβάει χαοτικό ζόρι με την κρίση και χρειάζεται κανείς να είναι (δηλαδή, να φαίνεται, δηλαδή, να είναι) κάργα μοτιβαρισμένος για να ελπίζει στον επιούσιο, αλλιώς, ελπίζει στον πούτσο που κλαίγανε.

Αλλά ακούγεται γενικώς, όχι πολύ, ευτυχώς.

ΤΕΡΜΑ ΜΟΤΙΒΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ BESTΑΡΙΣΜΕΝΟΣ! AT FUNDUM! ‪#‎MotivationWeekendBEST‬ πηγή

Έπρεπε να το αναποδογυρίσεις αμέσως για να φύγει έξω το όποιο υγρό υπήρχε [...]. Η αν είσαι ποιο μοτιβαρισμενος να τον άνοιγες με την βοήθεια διαφόρων site (ifixit) η βίντεο στο youtube, όπως προανέφερε και ο φίλος από πάνω, και να το σκουπίσεις (απορροφήσεις) το υπόλοιπο με μια χαρτοπετσέτα, η με ένα ελαφρά υγραμένο πανάκι! πηγή: πώς να καθαρίσετε το mac σας αν είστε ή αν δεν είστε μοτιβαρισμένος.

Μια ακόμη ερώτηση που πρέπει να προετοιμάσεις είναι το πού φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια. Αυτή ειναι μια καλή ερώτηση και για σένα. Η δουλειά που θα κάνεις θα επηρεάσει το πού θα εισαι σε 5 χρονια. Σου κάνουν αυτη την ερώτηση για να δουν αν θα εισαι μοτιβαρισμένος για αρκετό χρόνο. Αν τους πεις πως σε 5 χρονια θέλεις να πας στο φεγγάρι, ίσως να μην σε προσλάβουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Αν τους πεις, όμως, πως θέλεις να γίνεις εκπαιδευτής ατόμων που εργάζονται σε τηλεφωνικό κέντρο, η θέση μάλλον θα είναι δική σου. πηγή: βρες δουλειά στο εξωτερικό.

Και επειδή σε μεγάλη πλειοψηφία ο άνθρωπος είναι "κοκο" και φοβάται την αλλαγή και την εξέλιξη γενικώς συνεχίζει είτε να καταστρέφει τον κόσμο, είτε να κατατστρέφει τα παιδιά του, είτε να θεωρεί την οικογένεια ένα σόου που πρέπει να κάνει κι αυτός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η παραμικρή παιδεία και προυπόθεση να ερθει στον κόσμο ενα παιδί αλλά να έρχεται απλά γιατι ήρθε η ώρα (έλεος), είτε να ψηφίζει και πάλι τους ίδιους που μοιράζουν στις τράπεζες δις όταν δεν μοιράζουν σε κανέναν το εφάπαξ. Απλά γιατι ο άνθρωπος πλέον έχει γίνει λίγο απάνθρωπος. Μοτιβαρισμένος και συμβιβασμένος. πηγή

ΠΟΡΩΜΕΝΟΣ = "Μοτιβαρισμένος"(από μόνος του) και Αποφασισμένος(20 πάντα) για τη νίκη. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ = 'Ακαμπτος, Αλύγιστος, Ασυνεπής, 'Ατοπος, Αυτός που δεν συμμορφώνεται. πηγή: συζήτηση σε φόρουμ για το παιχνίδι football manager με θέμα τη μετάφραση αγγλικών όρων στην ελληνική βερσιόν (driven, motivated, κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified