Further tags

Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.

Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».

- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...

Λεοναρντογκόμενα (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπογραφή, Ψευδώνυμο καλλιτέχνη Τοίχου.

Το γκράφιτι δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής. Είναι κι αυτή μία μορφή τέχνης, η οποία λειτουργεί και ως φορέας κοινωνικοποίησης. Τα γκράφιτι είναι μία προσπάθεια επικοινωνίας και έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων των γκραφιτάδων. Όταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο, κάνεις μια δήλωση. Ο τοίχος είναι εκείνος ο ανοιχτός χώρος όπου μπορείς ελεύθερα να επικοινωνήσεις και να εκφραστείς.

Ο καθένας writer προσπαθεί να συνθέσει το δικό του στυλ, χρησιμοποιώντας όχι μόνο την φαντασία του και την ικανότητα στους συνδυασμούς χρωμάτων, ή την τοποθέτηση των γραμμάτων με τη χρήση του κατάλληλου φόντου, αλλά και κάποια στοιχεία που πιθανόν έχουν συμβολικό χαρακτήρα.

Η ταγκιά ειναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας, απλά χρησιμοποιείται για να δείχνει πόση μαγκιά έχει ο writer, ανάλογα με το πού την βάρεσε! Τα tags χρησιμεύουν στο να οριοθετήσουν τον χώρο τους και όχι τόσο για την αυτοπροβολή τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό lag (αργοπορώ, καθυστερώ, μένω πίσω, χασομερώ, χρονοτριβώ και γενικά ακολουθώ με διαφορά φάσης).

Συντάσσεται πολύ συχνά με ποσοτικά επιρρήματα και τα: αισχρά, τρελά, άπειρα, τίγκα.

Χρησιμοποιείται:

  • Κυρίως για Η/Υ (και σχετικά συμπράγκαλα π.χ. ποντίκια, εικόνα στην οθόνη), δίκτυα Η/Υ, ήχο που ανεβαίνει ή κατεβαίνει απ’ το νέτι αλλά και κινητά (συχνότατα στο πρώτο πρόσωπο αντί του τρίτου), σημαίνοντας πως το πρόγραμμα που χρησιμοποιεί ο χρήστης, το παιχνίδι που παίζει ονλάιν ή η σύνδεση του δικτύου (μπορεί και να μην είναι απαραίτητα το νέτι) κολλάει, ανταποκρίνεται αργά ή άσχημα μ’ αποτέλεσμα να συφιλιάζεται ο χρήστης. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μικρή RAM, φορτωμένο επεξεργαστή, χαμηλή ποιότητα σύνδεσης πρόβλημα στην κάρτα γραφικών, μη ενημερωμένο λογισμικό κλπ. Κυκλοφορεί και το τρώω λαγκ με την ίδια έννοια.
  • Επίσης, σε σχέση με μηχανές κάθε είδους αλλά κυρίως με κινητήρες αγωνιστικών αυτοκινήτων, οπότε σημαίνει πως καθυστερεί ή δεν γίνεται ομαλά η μετάβαση από μια ταχύτητα σε ψηλότερη, πως η απόδοση δεν είναι ικανοποιητική.
  • Λιγότερο, με πρόσωπα, οπότε σημαίνει πως το άτομο (περισσότερο συγκυριακά παρά μονίμως) κολλάει, δε στροφάρει, τα χάνει, κωλώνει, δεν αντιδρά όπως πρέπει λόγω συναισθηματικής φόρτισης, αφηρημάδας, κούρασης, φόβου.
  • Σπάνια, με ιστορίες, διηγήσεις, άρθρα, οπότε σημαίνει πως κάτι μπάζει, δε στέκει, δεν έχει συγκρότηση, δεν κυλά μ’ αποτέλεσμα να μην πείθει.

1α. «…έχω E8400 στα 3.4ghz 6gb ram και 5770 κάρτα γραφικών παίζω σε 1980 (όλα φουλ εκτός antiliasing) και λαγκάρω άσχημα το cpu χτυπά όλο 100αρια...., λαγκάρει κάνεις άλλος; όχι λαγκ ονλαιν και στο campaing που παίζω λαγκάρω. Τώρα που το δοκίμασα και με 1280 λαγκάρω....» (αγορασμένο)

1β. «Τώρα εγώ φαντάζομαι να έχω κινητό με windows mobile και να λαγκάρει μέχρι να δείξει το μήνυμα και να πεθάνω από τις μ******ς της microsoft.» (αγορασμένο)

2α. «…από 1η σε 2α βλέπω λαγκάρει λίγο και αργεί να φουσκώσει αν δεν κάνω λάθος το παρατήρησα και εγώ...Λογικό το άγχος όλοι άνθρωποι είμαστε και όλοι πάντα θέλουμε να είμαστε νικητές…» (αγορασμένο)

2β. «…Επιπλέον στο dyno μετράς με μια σχέση και όχι όλες όπως σε μια κόντρα, που σε κάθε αλλαγή λαγκάρει το αμάξι λόγω ανοιχτού τύπου σκάστρα και χάνεις δύναμη…» (αγορασμένο)

3α. «…ποιο αστείο; …ναι τώρα που το ξαναδιάβασα με άλλο σκεπτικό, τώρα το κατάλαβα...γαμώτο ήταν καλό... εντάξει λαγκάρω λίγο. Πειράζει;;;» (αγορασμένο)

3β. «–Γιατί δεν έρχεσαι εσύ ρε κότα; Κάθε βράδυ στην πλατεία θα με βρεις. Αν έχεις κότσια πέρνα να σου γαμήσω ό,τι έχεις.
– Σταμάτα να δέρνεις γιατί λαγκάρω.» (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

  1. «…Το άρθρο λαγκάρει. Αφ' ενός, περιέχει ένα μάτσο μπούρδες, όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, την λεξοπλασία, κτλ. Αφ' ετέρου, η πλειονότητα των χρηστών έχει εγκαταλείψει…» (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.

Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».

- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.

- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!

Σαϊλογκόμενα με λίγο από γιαλομαμούνα (από Khan, 02/10/10)Ο Εβραίος Shylock με την κόρη του Jessica Shylock, μεγάλη σαϊλογκόμενα, ντόοοοοινγκ (από Khan, 02/10/10)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(I don't speak Great Britain)

Η έκφραση έχει προέλθει από τα εις την Μεγάλην Βρετανίαν εκπαιδευόμενα των Ελλήνων τέκνα. Xρησιμοποιήθηκε από τα εν λόγω τέκνα όταν δεν ήθελαν να εμπλακούν σε συζήτηση με ιθαγενή της φιλοξενούσας χώρας η οποία συζήτηση γνώριζαν ότι δεν θα είχε αίσιο τέλος για τον εαυτό τους. Εικάζεται ότι η πρώτη χρήση της φράσης έγινε από φοιτητή ο οποίος δέχθηκε στο σπίτι του επίσκεψη αστυνομικού που ήθελε να εξετάσει αν ο εν λόγω φοιτητής είχε νόμιμη συνδρομή στην καλωδιακή τηλεόραση. Και εξηγώ:

Στην Γηραιά Αλβιώνα το σύνολο των τηλεοπτικών καναλιών παρέχεται μέσω καλωδιακής σύνδεσης (με ορισμένα κανάλια να έχουν ελεύθερο σήμα και άλλα κωδικοποιημένο). Η συνδρομή στο βασικό πακέτο της καλωδιακής γίνεται με την αγορά τηλεοπτικού δέκτη. Σε περίπτωση δε που έχεις ήδη τηλεοπτικό δέκτη πρέπει να δηλώσεις ότι έχεις τηλεόραση για να πληρώσεις την βασική συνδρομή. Οι Ελληνάρες φοιτητές όμως θεώρησαν ότι, εφόσον τα βασικά κανάλια παρέχονται με ελεύθερο σήμα, δεν υπάρχει λόγος να δηλώσουν τις τηλεοράσεις τους και άρα να πληρώσουν συνδρομή. Έλα όμως που κάπου την πιάσανε την ιστορία οι Άγγλοι και βγήκαν στην παγανιά με ραδιογωνιόμετρα (ναι όπως κάνανε οι ναζί στην Κατοχή για να βρουν τα ραδιόφωνα). Μια μέρα λοιπόν, κατά την έρευνά τους σταματήσαν μπροστά από το σπίτι ενός Έλληνα φοιτητή, καθώς είχαν σήμα ότι μέσα υπήρχε τηλεόραση και ήθελαν να ελέγξουν το νόμιμο της υπόθεσης. Όταν βγήκε στην πόρτα ο Ελληνάρας, οι Άγγλοι του είπαν κάτι στο «Good morning sir, we would like to ask you some questions about your TV set». Ο υποψιασμένος Ελληνάρας, αφού τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα με αποχαυνωμένο βλέμμα, απάντησε με εξωφρενική προφορά “Aι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν”. Η εξέλιξη της υπόθεσης ανήκει στο μύθο. Κατά μία άποψη οι Άγγλοι αστυνομικοί τον ευχαρίστησαν και φύγανε, κατά μία άλλη τον μπουζουριάσανε.

Από τότε, λέμε τώρα, η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται από άλλους Έλληνες φοιτητές για παρόμοιες καταστάσεις στην Αγγλία. Έγινε όμως και εισαγωγή της το επόμενο καλοκαίρι στη Ελλάδα και άρχισε να χρησιμοποιείται με σλανγκ χαρακτήρα σε περιπτώσεις που, ενώ γνωρίζουμε ένα θέμα και έχουμε πληροφορίες, δεν θέλουμε να μιλήσουμε για το θέμα αυτό.

Η χρήση της φράσης μπορεί να υποδηλώνει:

α. είτε την πραγματική άρνησή μας να μιλήσουμε για ένα θέμα που γνωρίζουμε, γιατί δεν μας συμφέρει να μιλήσουμε (ή λόγω όρκου εμπιστευτικότητας που έχουμε δώσει σε άλλον), βλέπε Παράδειγμα 1
β. την επιθυμίας μας να λάβουμε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες που θα δώσουμε σε περίπτωση που θα σπάσουμε τον όρκο σιωπής (ρουφιανόβγαλμα), βλέπε Παράδειγμα 2.

Η διαφοροποίηση μεταξύ περίπτωσης α και β, δέον να γίνεται, δε, με την χρήση διαφορετικής προφοράς κατά την εκφώνηση της έκφρασης. Στην περίπτωση α προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε πραγματική Οξφορδιανή προφορά, ενώ στην περίπτωση β την πιο βαριά Ελληνική προφορά των Αγγλικών που μπορούμε να έχουμε.

  1. - Τι γίνεται τελικά με την θέση του Προέδρου; Ποίος θα την πάρει τώρα που φεύγει ο δεινόσαυρος;
    - I don't speak Great Britain
    - Κατάλαβα, ξέρεις αλλά δεν θέλεις να πεις.

  2. - Τι έγινε ρε Γιάννη χθες; Ο Τάκης έπιασε λέει την Μαρία στα πράσα. Τι ξέρεις;
    - Αι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν καλή μου Λίλιαν.
    - Κατάλαβα, τι θες για να πεις;
    - Ένα τσιμπουκάκι ίσως;
    - Άει χάσου ρε σεξοπορνοδιεστράμμενε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρηματική πατέντα που λύνει ιδιαίτερα πολύπλοκα προβλήματα χρησιμοποιώντας ευτελή εργαλεία της καθημερινότητας.

Από το τηλεοπτικό γατόνι των έητηζ Μαγκάιβερ (που μπορούσε να αφοπλίσει πυρηνικές κεφαλές με έναν ελβετικό σουγιά, δύο συνδετηράκια και λίγη μονωτική ταινία) και του σλανγκοεπιθήματος -ιά.

Αγγλιστί: MacGyverism.

Πάσα: Señor Cadmus στο Δ.Π., Βίκαρ.

- Το ξηλωνω, του βαζω διακοπτη η μηπως γινεται καμια Μαγκαιβερια σε επιπεδο BIOS ή S/W και υπακουσει στας διαταγας μου;
(εδώ)

- Ωραιος! Χρησιμοτατο μηχανημα και το κολπακι με το κομπουτερακι πολυ μαγκαιβερια!!!!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από εφήβους, gamers, άτομα που τους αρέσουν οι ταινίες Ε.Φ. και γενικώς καμένους. Αναφέρεται φυσικά στα Αμερικάνικα φαντάρια (marines), αλλά δε μιλάμε για τα πραγματικά φαντάρια που βρίσκονται στο Κόσοβο ή το Αφγανιστάν ή αυτά που βασάνιζαν Ιρακινούς στο Αμπού-Γκράιμπ. Όχι!

Μιλάμε για για τους space marines, τα εξιδανικευμένα φαντάρια που βλέπουμε στις ταινίες του Κάμερον και σκοτώνουν Άλιεν, σάιμποργκ ή Ζεργκ. Αυτά που βλέπουν με θερμικές κάμερες, έχουν φουτουριστικά πολυβόλα με λέιζερ (αν έχουν σφαίρες καταγράφουν τον αριθμό που έμεινε σε LED), έχουν κάνα-δυο cyber εμφυτεύματα για να είναι πιο γαμάτοι, μιλάνε με μικροπομπούς στις μάσκες που κάνουν «κχχχ», λεγοντας φρασεις οπως «affirmative» και άλλα τέτοια καυλωτικά.

Συνήθως οι καραβανάδες των μαρινιών δεν φοράνε τέτοια καραγκιοζιλίκια, αλλά για να δείξουν τη γαματοσύνη τους καβαλάνε τρίμετρα οχήματα mech που βαράνε ρουκέτες. Επίσης συνηθίζουν να λένε κυνικές ατάκες με λογοπαίγνια (πχ. «ας τελειώσουμε την επίθεση γρήγορα και ανώδυνα γιατί θέλω να φάω νωρίς βραδινό») και γενικώς αφήνουν πίσω τον πρωτόγονο Ράμπο να πηδάει δέντρα δεύτερος και καταϊδρωμένος.

- ... και που λες το τέλος σκάνε εκεί τα μαρίνια με τα ελικόπτερα και τα ρομπότ και αρχίζουν να βαράνε στο ψαχνό με τα λέιζερ και φλογοβόλα. Τα κάνουν όλα λίμπα. Δεν μένει ούτε εξωγήινο αυτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified