Further tags

Ψαγμένη, ως προς την προφορά, απόδοση του αγγλικού psycho: ο ψυχασθενής με παράξενη ή και βίαια συμπεριφορά.

Παράλληλα και με τα δυο παίζει (περισσότερο προφορικά αυτό) και το ψάικο ενίοτε και σαν πσάικο. Και βεβαίως – βεβαίως όλα προέρχονται από το ψυχή είναι άκλιτα και εμφανίζονται σαν ουσιαστικά, επίθετα κι επιρρήματα.

Οι στατιστικές τοποθετούν τους Έλληνες ως προς την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων στις πρώτες θέσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής λίστας. Άρα τι; Βρήκαμε επιτέλους τι παράγουμε σαν χώρα; -μια και αφού πουλάμε τρέλα θα ήταν περίεργο να μην την παράγουμε, νο; Ή έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος που αναπαράγεται με τρομερή επιτυχία βασικά, δια της μολυσματικής δράσης του; Ά! Ναι! Και ποιος κρίνει (αν μη τί άλλο, ως προς τα όρια) ποιος είναι ποιος και τι είναι τι;

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στις ταινίες «Ψυχώ» (“Psycho” -1960-) του Alfred Hitchcock με σενάριο από νουβέλα του Robert Bloch (-1959- βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) και “American Psycho” (2000) της Mary Harron με σενάριο από νουβέλα του Bret Easton Ellis (1991) που έχουν γράψει μια κάποια ιστορία.

1. Παιδιά αυτός ο Μ… δεν είναι φυσιολογικός διευθυντής. Είναι ..σάικο! Λέει σε συνέντευξη του ότι: i) Έχει σπάσει τζαμαρίες στο control όταν έχασε θέμα. ii) Του πήγαν άθραυστα τζάμια και τα χτυπούσε επί δέκα λεπτά με καρέκλες μέχρι που τα έσπασε. iii) (…) μια φορά έπιασε να πνίξει έναν τεχνικό επειδή έχασε ένα link. iv) Έσπασε μια πόρτα του σταθμού και μαζί τα δάχτυλα του. Μας συγχωρείτε αλλά αυτός δεν είναι άνθρωπος ούτε χιονάνθρωπος. Μάλλον έχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να το δει.

2. Δεν κατάλαβα τίποτα. Σε μένα μιλάς; Σε ξέρω; Με ξέρεις; Τι Σαββόπουλο τσαμπουνάς; Μπας και βλέπεις παντού φαντάσματα των πρώην σου; Μπας και είσαι λίγο σάικο;

3. Ο βλαχού έχει πάντα έναν και μόνο έναν κολλητό συμβλαχού με τον οποίο κάνουν αστεία για πούτσες και γαμήσια ή απλά γελάνε επαναλαμβάνοντας την ίδια ατάκα, πχ «ατσάαα» και «ίσι μουρφή!» Εκατό φορές τη μέρα. Κατά τ' άλλα είναι λιγομίλητος τύπος. Αν επιχειρήσεις οποιαδήποτε κοινωνική επαφή πάνω από μούγκρισμα, θα σου ρίξει ένα psycho βλέμμα που θα φρίκαρε και τον πληκτρά των Rammstein.

4. Θες να μας πεις ότι θα κόψεις το τσιγάρο, έμμεσα; Καλό ήταν, αλλά μου φάνηκε κάποια στιγμή λίγο psycho να κάθεσαι και να μιλάς με το character και να σαι no life!

5. Πωωωω ρε φίλε psycho-φάτσα δες!!! Μαζεύτε τον ρεεεεεεε....

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτρα πάτρα απόδοση του αμερικλάνικου, κατά βάση, motivated = ο έχων κίνητρο, ή κινητοποιημένος, αυτός, δηλαδή, που παρακινείται στη δράση με ισχυρή και αρκούδως εσωτερικευμένη παρώθηση, ώστε να μοιάζει ενθουσιώδης κάνοντας πράγματα τα οποία δύσκολα σε κινητοποιούν από μόνα τους και δύσκολα αποκτούν/ εύκολα χάνουν το όποιο προσωπικό νόημα.

Εμείς τον θέλουμε τον πωλητή μοτιβαρισμένο, αλλιώς πάει στον πελάτη και κλαίνε κι οι δυο μαζί.

Ο όρος μάλλον ακούγεται πολύ στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των πωλήσεων, ενός εργασιακού πεδίου έτσι κι αλλιώς ουγκα μπουγκα από την άποψη στρες και ανταγωνισμού, που γενικά τραβάει χαοτικό ζόρι με την κρίση και χρειάζεται κανείς να είναι (δηλαδή, να φαίνεται, δηλαδή, να είναι) κάργα μοτιβαρισμένος για να ελπίζει στον επιούσιο, αλλιώς, ελπίζει στον πούτσο που κλαίγανε.

Αλλά ακούγεται γενικώς, όχι πολύ, ευτυχώς.

ΤΕΡΜΑ ΜΟΤΙΒΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ BESTΑΡΙΣΜΕΝΟΣ! AT FUNDUM! ‪#‎MotivationWeekendBEST‬ πηγή

Έπρεπε να το αναποδογυρίσεις αμέσως για να φύγει έξω το όποιο υγρό υπήρχε [...]. Η αν είσαι ποιο μοτιβαρισμενος να τον άνοιγες με την βοήθεια διαφόρων site (ifixit) η βίντεο στο youtube, όπως προανέφερε και ο φίλος από πάνω, και να το σκουπίσεις (απορροφήσεις) το υπόλοιπο με μια χαρτοπετσέτα, η με ένα ελαφρά υγραμένο πανάκι! πηγή: πώς να καθαρίσετε το mac σας αν είστε ή αν δεν είστε μοτιβαρισμένος.

Μια ακόμη ερώτηση που πρέπει να προετοιμάσεις είναι το πού φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια. Αυτή ειναι μια καλή ερώτηση και για σένα. Η δουλειά που θα κάνεις θα επηρεάσει το πού θα εισαι σε 5 χρονια. Σου κάνουν αυτη την ερώτηση για να δουν αν θα εισαι μοτιβαρισμένος για αρκετό χρόνο. Αν τους πεις πως σε 5 χρονια θέλεις να πας στο φεγγάρι, ίσως να μην σε προσλάβουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Αν τους πεις, όμως, πως θέλεις να γίνεις εκπαιδευτής ατόμων που εργάζονται σε τηλεφωνικό κέντρο, η θέση μάλλον θα είναι δική σου. πηγή: βρες δουλειά στο εξωτερικό.

Και επειδή σε μεγάλη πλειοψηφία ο άνθρωπος είναι "κοκο" και φοβάται την αλλαγή και την εξέλιξη γενικώς συνεχίζει είτε να καταστρέφει τον κόσμο, είτε να κατατστρέφει τα παιδιά του, είτε να θεωρεί την οικογένεια ένα σόου που πρέπει να κάνει κι αυτός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η παραμικρή παιδεία και προυπόθεση να ερθει στον κόσμο ενα παιδί αλλά να έρχεται απλά γιατι ήρθε η ώρα (έλεος), είτε να ψηφίζει και πάλι τους ίδιους που μοιράζουν στις τράπεζες δις όταν δεν μοιράζουν σε κανέναν το εφάπαξ. Απλά γιατι ο άνθρωπος πλέον έχει γίνει λίγο απάνθρωπος. Μοτιβαρισμένος και συμβιβασμένος. πηγή

ΠΟΡΩΜΕΝΟΣ = "Μοτιβαρισμένος"(από μόνος του) και Αποφασισμένος(20 πάντα) για τη νίκη. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ = 'Ακαμπτος, Αλύγιστος, Ασυνεπής, 'Ατοπος, Αυτός που δεν συμμορφώνεται. πηγή: συζήτηση σε φόρουμ για το παιχνίδι football manager με θέμα τη μετάφραση αγγλικών όρων στην ελληνική βερσιόν (driven, motivated, κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.

Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.

Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.

Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...

Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;

Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.

Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.

Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.

Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.

Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.

(από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το παράλογο, το μπλε, το τιραμισουρεαλιστικό, το εντελώς κουκουρούκου τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.

Εκ του σουρεαλιστικού χιούμορ των Monty Python.

Αγγλιστί: pythonesque.

- Ειναι ενα μοντυπαιθονικο κειμενο που δειχνει την γελοιοτητα της σκεψης των ακροδεξιων, οι οποιοι ειναι η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ του ανθελληνικου ιδεωδους εν αντιθεση με τους αντεθνικους…
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό extreme που σημαίνει ακραίος, υπέρτατος, έσχατος, μέγιστος, υπερβολικός και χρησιμοποιείται για να δώσει ακριβώς τις ίδιες έννοιες, του ακραίου υπερβολικού, κλπ.

Συνηθέστερη έκφραση εξτρίμ καταστάσεις (γκουγκλάρεται και extreme καταστάσεις) Περιλαμβάνει μεγάλη γκάμα, καθώς δηλώνει οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στις κανονικές συνθήκες μέχρι πραγματικές ακρότητες (θα μπορούσαμε βέβαια να ανοίξουμε μεγάλη συζήτηση για το τι είναι κανονικές συνθήκες και τι ακρότητες, αλλά δεν θα έβγαζε πουθενά).

Άλλη συνηθισμένη έκφραση είναι τα extreme sports που είναι ολόκληρη κατηγορία. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα Bungee jumping, rafting, kayak, rappel, canyoning, mountain bike, αιωροπτερισμός κ.α.

Σαν εξτρίμ σπορ μπορούν να χαρακτηριστούν και πολλές, κατά τα άλλα καθημερινές δραστηριότητες, σε ιδιαίτερες συνθήκες, πχ να διασχίσεις την Κηφισίας όταν δεν δουλεύουν τα φανάρια, να βρεις ταξί στην Πανεπιστημίου μεσημεριάτικο κ.α.


πάσα: Galadriel στο ΔΠ

Για εφτακάβαλο και οχτακάβαλο δεν γίνεται λόγος, γιατί τότε πάμε σε εξτρίμ καταστάσεις. (allivegp στο εξακάβαλο)

Για πιο εξτρίμ φλεβοκαταστάσεις, το φαρμακάκι επιβάλλεται. (johnblack στο φλεβίδια)

…όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. (Galadriel στο το βρακί ανάποδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά, το ιντυμήντια.

Επίσης, στο πιο κατ' ευθείαν από τα αγγλικά, το indie rock, ένα είδος ποστ-κάτι, από συγκροτήματα που γενικά δεν υπογράφουν με μεγάλες δισκογραφικές. Βλ. και έχει ασχημindie και εντεχνindie.

  1. - Έχει ανέβει τίποτα στο ίντυ από τη σημερινή πορεία;
    - Κάτι φωτό και κάτι σχολιάκια. Δεν έγιναν μπάχαλα και τα μουμουέ τό 'καναν γαργάρα.

  2. - Θα την χωρίσω τη Φαίδρα ρε φίλε, δεν πάει άλλο με τα ίντυ φλωράδικα που μου βάζει κι ακούω όλη μέρα. Στο τέλος θα τό 'χω γυρίσει και δεν θα τό 'χω καταλάβει.

(από Khan, 19/04/11)Μας τα σκαει ο Σόρος και σας γραφουμε στα αρχίδια μας (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified