Further tags

Η αγγλική φράση part number αναφέρεται στο μοναδικό αριθμό που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο υλικό. Εκφέροντας τον όρο «ίδιο part number», μιλάμε για πανομοιότυπα αντικείμενα (που έχουν ή δεν έχουν τέτοιον αριθμό, αλλά έχουν τα ίδια διακριτά χαρακτηριστικά και είναι κατασκευασμένα με ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές). Θα μπορούσαμε επίσης εκφέροντας τον ίδιο όρο να υποδηλώσουμε την ομοιότητα που διακρίνει κάποια πρόσωπα, αντικείμενα ή καταστάσεις.

  1. Ο πελάτης πολύ ικανοποιημένος από ένα συγκεκριμένο ορντέβρ, το δείχνει στον σερβιτόρο φανερά ικανοποιημένος και θέλει να του ζητήσει να ξαναπαραγγείλει μια απ' τα ίδια.
    - Δυο μερίδες απ' το ίδιο part number μεγάλε... και γρήγορα.

  2. - Ο Γιώργος μου φαίνεται πως δεν είναι σαν το Βασίλη που, απ' ό,τι ακούω, είναι μελετηρός μαθητής.
    - Μπα μην το λες. Και οι δύο είναι τάλε κουάλε, πάρ' τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ιδιο part number φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).

Κυπριακή αργκό.

- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!

Πάμε chopping? (από Vrastaman, 09/07/08)Its a vraka ting! (από Vrastaman, 09/07/08)

Δες και τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.

Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.

Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».

Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...

- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...

(από Desperado, 20/07/08)(από Desperado, 20/07/08)

Βλ. και μπεκροχέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να γνωριστούμε καλύτερα.

Πρωτοακούστηκε στην ταινία Ο κατεργάρης του Δαλιανίδη του 1971.

Η Νόρα Βαλσάμη κόρη πτωχού πλην τιμίου υπαλλήλου (Χρόνης Εξαρχάκος) ερωτεύεται τον κανακάρη του εργοστασιάρχη αφεντικού του πατέρα της και ζητάει την άδειά του για να κάνει πάρτυ για «to know us better», το οποίο παραφράζεται από την αμόρφωτη μάνα της (Κατερίνα Γιουλάκη) σε αζμπέτε. Μια από τις γλυκανάλες του Δαλιανίδη πριν το γυρίσει στις ταινίες κοινωνικής διαμαρτυρίας ή «κουλτούρα να φύγουμε» όπως το Βασικά καλησπέρα σας και Τα τσακάλια.

- Θά 'ρθεις το βράδυ σπίτι να σε γνωρίσουν οι γονείς μου για να με αφήνουν να βγαίνω πιο αργά.
- Το σκουλαρίκι να το βγάλω;
- Όχι καλέ, αφού ο μπαμπάς μου είναι πουρέιντζερ, παλιά άφηνε και ... φαβορίτες.
- Άσε καλύτερα μη μου πρήξει τ' αρχίδια. Δεν είμαι εγώ για αζμπέτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή γλώσσα, αντίθετο του greeklish. Τα engreek είναι αγγλικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Δεν χρησιμοποιείται και πολύ, αλλά όταν γίνεται έχει πολύ γέλιο και είναι τρομερή φάση.

Παράδειγμα από chat στο Windows Live Messenger περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Σόου, χάου ντου γιου ντού;
- Αι έμ φάιν, άι τζάστ χέντ ε μπάθ.
- Αααα, νάις, άι ντιντ του. Γουάτ πέρφιουμ ντου γιου πουτ;
- Αι ντοντ.
- ... Οοου. Οκέη. Γουίλ γιου καμ του δε πάρτυ τουνάιτ;
- Νόου, μεν, αι χεβ εν ινγκλις λέσον. Ιτ σαξ, μπατ άι χεβ του γκόου.
- Γκάτ-ντέμιτ! Γιού αρ μίσιν δε τάιμ οβ γιούρ λάιφ, μπρο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.

Ρε Βασίλη, πετάξου ένα λεπτό στο περίπτερο και τσάκω ένα Μάλμπουρο μαλακό.

βλ. και καύλορο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.

Εκ του Αγγλικού underdog.

- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!

(Υπο)σκυλίσια ζωή! (από Vrastaman, 25/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified