Further tags

Νεολογισμός για το εφιαλτικό σενάριο της εξόδου μας από το Ευρώ (άκα γκρέξιτ) και τις ολέθριες συνέπειες αυτού: κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας, «μετάδοση» στα άλλα γουρουνάκια, θεομηνία στην Ευρωζώνη, τσουτσουνάμι στις Ηνωμένες Πολιτείες και τέλος εκθεμελίωση της παγκόσμιας οικονομίας.

Τα κώματα εκμεταλλεύονται κάργα το σκιάχτρο του δραχμαγεδδώνα ως μητέρα όλων των καταστροφώνε: αφενός τα μνjημονιακά (Νέα Δημοπρασία, ΘΑΣΟΚ, άντε κι ο Κυρ Φώτης) ισχυρίζονται ότι μόνον αυτά μπορούν να προτάξουν τα στήθη ως νέοι Μπρους Γουίλλις, επαναδιαπραγματευόμενα τα όσα έχουν ήδη συμφωνήσει. Αφεδύο, τα αντιμνjημονιακά (τΣΥΡΙΖΑ, Καμένοι Έλληνες, Χρυσά Αυγά) προτείνουν να το παίξουμε αλάνια, καθώς τα αχαρτογράφητα συνεπακόλουθα του δραχμαγεδδώνα στην παγκόσμια οικονομία αποτελούν ισχυρό αντικίνητρο για τον εκδιωγμό μας από το Ευρώ. Μόνο το Κουκουέ προτείνει ανοιχτά την Δραχμή ως λύση, τι είχε και τι έχασε.

Στην πραγματικότητα το αγγούρι μάλλον θα είναι όλο δικό μας, καθώς η διεθνής τοκογλυφία έχει ήδη αρκούδως θωρακιστεί, ενώ όλο και περισσότερες φωνές τ. «δεν πρέπει να δαιμονοποιείται η επιστροφή στην Δραχμή» εκπέμπονται εκ του πονηρού τόσο στο Βερολίνο όσο και στις Βρυξέλλες.

- «Δραχμαγεδδών» ενδέχεται να είναι ο καινούργιος νεολογισμός που θα προστεθεί στο λεξιλόγιό μας μετά το grexit (ελληνική έξοδος) και έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του σε ιστοσελίδες ξένων ΜΜΕ. Αναφέρεται στην αλληλουχία των δεινών που συνεπάγεται μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ όχι μόνον για την ίδια, αλλά και για την Ευρωζώνη.
(εδώ)

- Ορισμένοι βλέπουν και την αστεία πλευρά σε όλα αυτά. Η κωμική τηλεοπτική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» παρουσιάζει τη δραχμή ως μετεωρίτη που μετά από 10 χρόνια εξοβελισμού του στο διάστημα επανέρχεται ως «Δραχμαγεδδών» που καταστρέφει τα πάντα στο διάβα του.
(εκεί)

- Currently, Greece, an EU member state, is having…a little cash flow problem: 100 percent negative cash flow. Threats to expel it from the Euro are becoming more common. If that happens, they’ll have to return to their former currency; the drachma. When that happens, it will be called…drachmageddon, the battle of the Euro’s end times as a Greek currency. With the reintroduction of the drachma, you could probably rent Greece for a few Euros a month.
(over there)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συστηματικά αποδίδω τραβηγμένες απ' τα μαλλιά ελληνοκεντρικές ετυμολογίες σε ξένες λέξεις.

Φόρος τιμής στον χαρακτήρα του ελληνοαμερικλάνου Γκας Πορτοκάλος («Γάμος αλά ελληνικά»), ο οποίος μπορούσε να ετυμολογήσει οποιαδήποτε αγγλική λέξη από τα Ελληνικά (π.χ. το «κιμονό» από τον «χειμώνα»).

Αγγλιστί: Portokalos syndrome.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος

- … σας ρώτησα στον τίτλο αν είναι ελληνική λέξη η βουβουζέλα (...) Η βουβουζέλα, διαβάζω στην αγγλική βικιπαίδεια, είναι σχετικά καινούργιο φρούτο (...) και η ετυμολογία της είναι αμφισβητούμενη (…) αυτό αφήνει περιθώρια να πορτοκαλίσουμε και να προτείνουμε ελληνική ετυμολογία. Μην ξεχνάτε ότι, όπως έχω γράψει παλιότερα, στη μυτιληνιά διάλεκτο «γουγουτζέλες» είναι οι κουκουνάρες. Αν σκεφτούμε ότι σε πολλά ελληνικά ιδιώματα το β και το γ εναλλάσσονται στην αρχή των λέξεων, είναι πολύ πιθανό οι γουγουτζέλες να μετατράπηκαν σε βουβουζέλες και στη συνέχεια οι προκατακλυσμιαίοι λέσβιοι ναυτικοί να τις μεταλαμπάδευσαν στους… άγλωσσους αφρικανούς. (εδώ)

Gus Portokalos (από Vrastaman, 14/06/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ταπεινό «την ευλογία σου παπά μου», έγινε το «Ευλόγησον Δέσποτα» της νεορθοδοξίας, που το πήραν εξυπνακιστές διάφοροι και χρησιμοποιώντας δήθεν βυζαντινή γραμματοσειρά,

το αποτύπωσαν ως το πομπώδες ΕΥΛΟΓΗCON, το πομποδέστερο +ΕΥΛΟΓΗCON+, το παιγνιώδες +ΑΝΑΡΙΓΗCON+ και +ΕΥΛΟΓΗCON+, ακόμα και το ψεκασμένο ΕΥΛΟΓΗCON VENCEREMOS!

Μετά άρχισε ατελείωτο τζέρτζελο κάθε είδους: πολιτικό, γηπεδικό, καφρικό εν γένει.

«Ψήνομαι να την εξομολογήσω...: +ΕΥΛΟΓΗCON+»

Η πρωτοκαθεδρία όμως είναι πάντα στα θρησκευτικά θέματα, κι έτσι, επειδή η νέα κυβέρνηση τΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επιδεικνύει αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον τομέα, το κράξιμο έχει πληθύνει με άφθονο ΕΥΛΟΓΗCON.

  1. Κάνει δηλωσεις ο Τίγρης κ πετάγεται ο αιώνιος μαλάκας φίλαθλος και φωνάζει «2εκ. Ταλιμπάν θα σε κάνουμε πρόεδρο της Δημοκρατίας» ΕΥΛΟΓΗCON

  2. Α ρε Παόκια, σας βλέπω στις εκκλησιές από αύριο να κρατάτε τα εικονίσματα και τα εξαπτέρυγα... ΕΥΛΟΓΗCON...

  3. Παίρνει δανεικά για να πληρώσει το Ίντερνετ κ μετα τουιταρει για να πανηγυρίσει που ο μεγαλύτερος εμπορικός στόλος ειναι ελληνικός. ΕΥΛΟΓΗCON

  4. Η Κανέλλη τα χώνει για τη διάσπαση (του 68) ΚΚΕ στους Συριζαίους. Τότε που ήταν στα γόνατα του Κοκού. ΕΥΛΟΓΗCON

  5. Στο Σαμαρικο antinews τα έχουν παιξει τελείως. Βέβαια έτσι ήταν πάντα... ΕΥΛΟΓΗCON 'Στο βλέμμα του ο Άγιος Πορφύριος είχε μία βεβαιότητα όταν μιλούσε για τον Αντώνη Σαμαρά...«αυτός, κάποτε, θα σώσει την Ελλάδα», τους είπε'

6. Οι νέοι δεν πρέπει να έχουν ρούχα με λογότυπα «Metallica» & οι νέες ξυραφάκια και είδη αποτρίχωσης. ΕΥΛΟΓΗCON!

7. +ΑΝΑΡΙΓΗCON+ και + ΕΥΛΟΓΗCON+ Κιτς επιδρομή στην ορκωμοσία της κυβέρνησης

8. δε θα το πιστεψεις....αλλα ετσι ειναι, το λενε οι Αγιοι Πατερες... +ΕΥΛΟΓΗCON+

9. Τεμπελιά, Αναρχία, Κουτσομπολιό, Συμβουλές κακές...δεν περιγράφω άλλο.. έφυγα ΚΟΛΑΣΗ +ΕΥΛΟΓΗCON+

10. ΕΥΛΟΓΗCON, BΡΗΚΑ Τ ΠΡΟΣΤΑΤΗ Τ ΣΥΡΙΖΑΙΩΝ - Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, διορατικός k θαυματουργός

11. ΜΚΟ για την «διάδοση του Χριστιανισμού στη Βόρεια Κορέα» +ΕΥΛΟΓΗCON+

12. «Παπάδες στην Πάτρα μαδάνε τα στεφάνια από τις κηδείες και στέλνουν τα λουλούδια στις πίστες» ΕΥΛΟΓΗCON γαμώ τα τσιφτετέλια μου!

13. Δηλαδή το ΕΥΛΟΓΗCON μπαίνει και σε mode ΕΥΛΟΓΗCOFF

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «σάλτσα και γαμήσου, σιγά μην κάτσω και ασχοληθώ με το κάθε σούργελο, την κωλοδουλειά αυτή την κάνω μόνο μέχρι να διοριστώ στο δημόσιο».

Πρόκειται για στερεότυπη απάντηση βαριεστημένου πωλητή καταστήματος σε ερώτηση πελάτη.

Σκηνή στην Καλογήρου:

Πελάτισσα (βουπού): - Τα mules αυτά βγαίνουν σιμπιζάκι;
Πωλήτρια (με ύφος ρεητσαρλίνας): - Ό,τι βλέπετε!
Πελάτισσα (κάτω από τα μουστάκια της): - Μule-άρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτρέφων περιστέρια για διασκέδαση, πέταγμα, ψήλωμα κτλ. Το περιστέρι, πουλί της Αφροδίτης, Πιράχ-Ιστάρ (Τσιφόρος), από πολύ παλιά έγινε οικόσιτο. Χάρη στον καλό προσανατολισμό του, έγινε αγγελιοφόρος (ταχυδρομικό περιστέρι), ενώ περισσότερο εκτρεφότανε για τροφή. Γνωστή και η πιατέλα «ασπίδα της Αθηνάς», όπου μεταξύ άλλων το πιάτο που απολάμβανε ο Λούκουλλος και η παρέα του περιελάμβανε και γλώσσες περιστεριών. Ίσως και ο Λεονάρντο να μελετούσε το πέταγμά τους κτλ κτλ.

Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστούν οι περιστεράδες, οι οποίοι από προσωπική και μόνο γκάβλα, διατηρούν αυτοσχέδια κουμάσια, για να ψηλώνουν τις ηλιόλουστες μέρες τα πουλιά τους. Μετά τον χειμώνα ακολουθεί μια περίοδος εκγύμνασης γιατί τα πουλιά είναι βαριά από το κατσιό και τη μάσα. Υπάρχουν διαφορετικά είδη, μερικά από τα οποία αναλύονται παρακάτω:

  • Παγγούρι: μόνο για να κλωσάει. Δεν διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο.
  • Βούτα: ανεβαίνει με μεγάλους κύκλους και βουτάει κατακόρυφα με χαρακτηριστικό ήχο. Καλό είναι να μην υπάρχουν σύρματα απλώματος στην ταράτσα.
  • Εξελιγμένη βούτα: το ίδιο, μόνο που ανεβαίνει με μικρούς κύκλους και πιο γρήγορα.
  • Ντουνέκι: διακρίνεται για τα ακροβατικά του τσαλίμια στον αέρα.
  • Μετεωρολόγος: όλα τα είδη που, προσβεβλημένα από μια ασθένεια, στρέφουν το κεφάλι και κοιτάζουν τον ουρανό.

Γενικά η φάρα των περιστεράδων, έχει το στίγμα της αλητείας. Η διακίνηση παράνομων ουσιών με ταχυδρομικά περιστέρια είναι σύνηθης κι εξάλλου τα κουμάσια πάντα είναι καλές κρυψώνες (λόγω μυρωδιάς). Γνωστή και η περίπτωση μεταφορέα ο οποίος είχε σκαρφιστεί το εξής: στο πορτ-μπαγκάζ μετέφερε περιστέρια με μικροποσότητες κοκαΐνης, δεμένες στα πόδια των πτηνών. Σε περίπτωση ελέγχου τα περιστέρια διέφευγαν κι άντε βρες αποδεικτικά μετά. Οι δε κλοπές και τα πιασίματα αλλοκούμασων περιστεριών δίνει και παίρνει. Ειδικά αν το περιστέρι είναι ράτσας. Υπάρχουν όμως και νοικοκυραίοι περιστεράδες για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

- Για πού ρε Στελλάκη;
- Πάω στον Τέο να ψηλώσουμε τα περιστέρια, καμιά φράπα κι έτσι.
- Πού ρε, σ΄αυτόν τον χασικλή; Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου, με τους περιστεράδες φτιάνς παρέα.
- Κι εγώ σ΄αγαπάω, αμίγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified