Further tags

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της ομάδας του Άρη Θεσ/κης. Είναι πολύ χαρακτηριστική λέξη στην Θεσ/κη, κυρίως από τους οπαδούς των άλλων ομάδων της πόλης που, όταν κάνουν αναφορά στην ομάδα του Άρη, συνήθως χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη.

Άρης - Αρούλης - Ρούλης...

Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τον Ρούλη στο Χαριλάου.

(από polemarxos90, 11/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.

Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που δηλώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης από τον συνομιλητή μας. Σημαίνει «πώς;», «τι;», «ποιος ήρθε;».

Ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία. Ετυμολογία άγνωστη στον γράφοντα.

  1. - Δεν έχεις bluetooth στον υπολογιστή αλλά νο πρόμπλεμ, έχω φέρει μαζί μου το καλώδιο USB.
    - Ντάγκανε;

  2. - Γιώργο θα με δώσεις την μπέμπα για μια βόλτα με τις φίλες μου;
    - Ντάγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.

Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...

Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.

- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη φράση για το αντέτι, που σημαίνει «για το έθιμο», «για (να σεβαστούμε) την παράδοση», και κατεπέκταση χρησιμοποιείται ευχετικά σημαίνοντας «για το καλό», «για να πάει καλά» και συνοδεύοντας ανάλογη πράξη τελετουργικού ή εθιμικού, πάντως ανεπίσημου και συνήθως ελαφρού χαρακτήρα.

Κάποιες φορές ακόμη δικαιολογεί πράξεις που εξαρχής στερούνταν σκοπού, μάταιες, καταδικασμένες, ή τουλάχιστον αμφίβολης έκβασης, και σημαίνει λοιπόν «για την τιμή των όπλων», ή απλά, και πιο κοντά στην κυριολεξία, «από συνήθεια». Και πάλι, το φορτίο είναι θετικό: λέγεται ως δικαιολογία, όχι ως ψόγος.

Λέγεται πού και πού από ανθρώπους μικρασιατικής καταγωγής τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στο Ιόνιο απ' ό,τι βλέπω τώρα γκουκλάροντας. Την φράση την ακούω πάντα με τις εκθλίψεις και συχνά συνοδευμένη από το έτσι (έτσι, για τ' αντέτ'), δύσκολα πάντως θα τη δει κανείς γραμμένη πιστά –ας όψεται η σεπτότης τε και ιερότης του γραπτού λόγου...

Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, η λέξη αντέτι, ή απλά αντέτ, προέρχεται από την τούρκικη âdet, παρμένη με τη σειρά της από τα αραβικά, η οποία σημαίνει ακριβώς «συνήθεια», «έθιμο». Να παρατηρήσουμε ότι ο τέως, βήτα έκδοση, δεν τη λημματογραφεί.

  1. Φλουρί [στην βασιλόπιτα] δεν έβαλα, τι να το κάνω; Για κατανάλωση ήταν και περισσότερο για το αντέτι. (από ιστολόι)

  2. (κατά το στολισμό χριστουγεννιάτικου δέντρου) Ε... να βάλω κι εγώ μια μπαλίτσα για το αντέτ που έλεγε και η γιαγιά μου η Μαρίκα η εκ Μικράς Ασίας... (από ιστολόι)

  3. Μην το ψάχνετε, το έχω ψάξει εγώ. Δεν υπάρχει καμία λύση, εκτός από το να μη δουλεύουμε καθόλου. Αλλά και πάλι, πόσοι έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό; Πόσοι έχουμε ξένη τσέπη να αρμέγουμε ε; Ολίγοι (φτου σας τυχεράκηδες). Αχ, να είχα την τύχη σας βρε, όλη μέρα στο σορολόπ θα το έριχνα και κανείς δεν θα τολμούσε να με πει τεμπέλα. Ουχί! Θα έλεγα ότι έχω κάνει τα χαρτιά μου για το δημόσιο, θα τα έκανα κιόλας δηλαδή έτσι για το αντέτι, και θα περίμενα αιωνίως να μου χαμογελάσει ο Θεός που είναι επικεφαλής των διορισμών. (από ιστολόι)

  4. Σήμερα οι φωτιές του Άη Γιάννη είναι σπάνιες. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τι ήθελε και αυτός και γεννήθηκε σε τουριστική περίοδο; Μια, πάντως, από αυτές είναι και η δική μου, όπου κάθε χρόνο ανάβω. Σας συμβουλεύω από χρονιά να κάνετε και σεις το ίδιο. Έτσι, για το αντέτι. (από ένα όμορφο νοσταλγικό άρθρο στην Ημέρα τση Ζάκυθος, του Διονύση Φλεμοτόμου)

  5. Κάποτε στα είκοσί μου χρόνια, νιώθοντας πως ήμουν πλέον σε άλλο «επίπεδο έκφρασης» (και με την αλαζονική βεβαιότητα πως το επίπεδο αυτό είναι «ωριμότερο») αποφάσισα να βάλω σε μια παλιά μπορντό δερμάτινη βαλίτσα που είχε πέσει σε αχρηστία όλες εκείνες τις «πρωτόλειες ασκήσεις» (αυτό εξάλλου έγραψα με περισσή αυταρέσκεια έξω απ' τη βαλίτσα με ανεξίτηλο μαρκαδόρο: πρωτόλειες ασκήσεις). Πάνω στην τοποθέτηση αναγκάστηκα να διαβάσω κάμποσες από αυτές τις «ασκήσεις» –φυσικά μαράθηκα από το πόσο κακές ήταν... Για το αντέτι έκανα μια προσπάθεια να ξεδιαλύνω μερικά που άντεχαν σε μια δεύτερη ανάγνωση. Το αποτέλεσμα ήσαν προφανώς θλιβερό: Μια μίμηση Σικελιανού (ανυπόφορο «ποίημα» –μα όχι σε μεγάλη απόσταση από τα εξίσου ανυπόφορα «ποιήματα» του Σικελιανού), δύο μιμήσεις του Εμπειρίκου που κουτσοεπέπλεαν (δύο από τις πεντακόσιες –ποσοστό πέρα για πέρα απογοητευτικό), και μερικοί (όχι πάνω από είκοσι πέντε) σκόρπιοι στίχοι των σεφερικών μιμήσεων. (του Θανάση Τριαρίδη, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου το θύμισε ο betatzis μ' ένα σχόλιό του εδώ.

Κραυγή της ποδοσφαιρικής κερκίδας (και της αλάνας) με ρίζες στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Λέγεται κυρίως ως προτροπή προς παίκτη της δικιάς μας ομάδας να διώξει τη μπάλα όσο πιο μακριά μπορεί - εκτός αγωνιστικού χώρου ή και εκτός γηπέδου, αν είναι δυνατόν - με σκοπό είτε να αποσοβηθεί ο άμεσος κίνδυνος να φάμε γκολ είτε, συνηθέστερα, να κερδηθεί χρόνος και να κρατήσουμε το προβάδισμα στο σκορ ή να διαφυλάξουμε το βαθμό της ισοπαλίας.

Λέγεται, σπανιότερα, και ως σχόλιο όταν ένα άτεχνο σουτ στέλνει τη μπάλα απελπιστικά άουτ.

Εκτός ποδοσφαίρου, η φράση χρησιμοποιείται περιορισμένα, νομίζω, κυρίως ως παρότρυνση για κωλυσιεργία.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, την βρίσκουμε σε μια ενδιαφέρουσα τομή της ποδοσφαιρικής και της εθνοτικής γεωγραφίας της Θεσσαλονίκης.

Μέχρι τα τέλη του '50, τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή γειτόνευαν. Το γήπεδο του ΠΑΟΚ, από το 1930 μέχρι το 1959 που εγκαινιάσθηκε η Τούμπα, βρισκόταν στο λεγόμενο Συντριβάνι, πλάι στην έκθεση και εκεί που σήμερα είναι η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Το γήπεδο του Ηρακλή ήταν 500 μέτρα πιο πάνω, εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του Χημείου. Τώρα, ανάμεσα στα δυο γήπεδα ήταν το νεκροταφείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας, γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως τα «Εβραίικα Μνήματα», ΒΔ από το γήπεδο του ΠΑΟΚ και ΝΑ από το γήπεδο του Ηρακλή. Ε, και όταν ένας παίκτης έστελνε τη μπάλα έξω από το γήπεδο, είτε το ένα είτε το άλλο γήπεδο, λέγανε οι φίλαθλοι - κατ' απόλυτη κυριολεξία - ότι έστειλε τη μπάλα στα μνήματα. Ο παππούς μου, ο οποίος ήταν Παοξής, ορκιζόταν, βέβαια, ότι η πατρότητα της φράσης ανήκε στους Ηρακλειδείς φιλάθλους. Κατά τον παππού μου, οι παίκτες του Ηρακλή τις εποχές εκείνες ήταν τέτοιοι ξυλοκόποι που το βασικό τους gameplan ήταν να στέλνουν τη μπάλα στα μνήματα.

Σχετικές, αν και όχι συνώνυμες, εκφράσεις είναι το πετάω την μπάλα στην εξέδρα και το πολύ περιγραφικό κεραμιδώνω
...........................................................

Τα Εβραίικα μνήματα της Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν στη διάρκεια της Κατοχής και τα ταφικά μνημεία λεηλατήθηκαν. Αργότερα το Πανεπιστήμιο έχτισε από πάνω. Περισσότερα υπάρχουν εδώ και εδώ. Εδώ υπάρχει ένα σύντομο σχετικό κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου.

Για τα παλιά γήπεδα της Θεσσαλονίκης μπορείτε να διαβάσετε εδώ

  1. Δες το κριάρι, ρε... - Άσε τα τσαλίμια, ρε, τη μπάλα στα μνήματα... ένα λεπτό θέλει για να το σφυρίξει, γαμώ τον αντίθεό μου...

  2. Καλά ρε, τι παλτό ειν' αυτός; Τετ-α-τετ τρεις φορές και τρεις φορές τη μπάλα στα μνήματα;

  3. Λοιπόν, μάγκες... αυτοί θα μας πιέζουνε να υπογράψουμε αλλά εμείς τρία πουλάκια κάθονται, τη μπάλα στα μνήματα και σφυρίζουμε αδιάφορα... να κερδίσουμε λίγο χρόνο μπας και έρθει και καμιά σοβαρή προσφορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified