Further tags

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική (από Στερεά Ελλάδα και περίχωρα) χωριάτικη έκφραση-πασπαρτού, της οποίας η πλησιέστερη μετάφραση είναι το τούρκικο «γιοκ».

Μπορεί να σημαίνει απλή άρνηση (οπότε χρησιμοποιείται αντί του «όχι»), πλήρη έλλειψη (αντί του «τίποτα» ή του περιφραστικού «δεν υπάρχει, δεν έχει») αλλά και να δηλώνει πλήρη άγνοια - είτε εκ μέρους του ομιλητή (οπότε σημαίνει «δεν έχω ιδέα»), είτε ως προσβολή προς κάποιον που «δε νιώθει, ρε παιδί μου» (οπότε μεταφράζεται «δεν κατάλαβες/κατάλαβε τίποτα»).

Βλέπε και τα συναφή γιοκ βαρ (αδόκιμο), «χαμπερίμ γιοκ».

Ετυμολογία < πιθανόν από το αλβανικό nuk («δεν»).

- Γύρισ' ου μπάρμπας σ' απ'του χουράφ' ; - Νούκουτου!

Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές.
(από blog)

οταν ειπα :«Και δεν ειναι ολη η Αρχαια Ελληνικη γραματεια οπως οριεσαι,ειναι οτι αφησαν οι καθ΄ολα φιλελληνες ταγοι του Γιαχβε σας»,το «αφησαν» δες το κυριολεκτικα (δεν εννοω επετρεψαν),ο junk95 το πιασε,εσυ νουκουτου.
(sic, από το forum του esoterica.gr - άντε βγάλε άκρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).

Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).

Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.

-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση Κυψελιωτών-Πατησιωτών, που δηλώνει αγάπη για την περιοχή τους, όπως άλλωστε φάνηκε με την μαζική κινητοποίηση περιοίκων για τη σωτηρία των δέντρων στo παρκάκι Κύπρου και Πατησίων, από τον Ομέρ Πριόνη...

Προέρχεται από την, γειτονική στα Πατήσια-Κυψέλη, οδό Καλλιφρονά και το γνωστό άσμα των Dead Kennedys «California uber alles»!

-Πού μένεις;
-Καλλιφρόνια ούμπερ άλλες!
-Σοβαρά; Εγώ Κέας! Πάμε Ρόξυ για καμιά μονοστεκιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα σήμανε την ίδρυση πλήθους σχετικών μαγαζακίων ανά την επικράτεια σε πόλεις και πολίχνες. Άλλωστε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε παίξει μεγάλο ρόλο ως παράγων πίεσης στο άνοιγμα των συχνοτήτων στο δεύτερο μισό των ογδόνταζ, είτε με αμιγώς βλαχοδημαρχικά - αποκεντρωτικά κίνητρα τύπου Αλή Πασά της κακιάς ώρας, είτε ως δούρειοι ίπποι ντόπιων οικονομικών συμφερόντων, είτε και τα δυο και άλλα τόσα, άλλωστε η ήττα είναι πολυπαραγοντική και η δράση πολύμορφη.

Όχι ότι δε θα μπορούσαν τα μικρά μέσα ενημέρωσης να παίξουν ρόλο θετικό στις τοπικές κοινωνίες, αλλά στην Ελλάδα ήμασταν, που σημαίνει ότι τα τοπικά μέσα, ιδιωτικά και αυτοδιοικητικά, απ΄ αρχής υπήρξαν φτηνές απομιμήσεις των μεγάλων καναλιών, οχήματα μωροφιλοδοξιών, λαμογείωσης με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, εκφραστές κομματικών βάσεων, προβολείς τοπικής βλαχογκλαμουριάς και γενικά επαρχιώτικου πολιτισμικού ζόφου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, και όσο τα λαϊκίστικα ογδόνταζ απομακρύνονταν, τα περισσότερα και τα πιο φτηνά τοπικά ΜΜΕ άρχισαν να αντιμετωπίζονται γενικά με κυνισμό και κοροϊδία, και να περνάνε στην κατηγορία του καλτ, η επιρροή τους, ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και χωρίς υπεραπλουστεύσεις, γιατί η κοροϊδία από πλευράς των τηλεθεατών δε σημαίνει απουσία ισχύος του αντικειμένου της κοροϊδίας.

Η καρναβαλική παρονοματολόγια των καναλιών - αντικείμενο λαογραφίας του μέλλοντος το δίχως άλλο - έχει κι αυτή το γούστο της. Άλλα τα έλεγαν με το όνομα του ιδιοκτήτη τους, διάφορα ονόματα με λατινικούς χαρακτήρες διαβάζονταν λάθος, κλπ.

Το πιο ωραίο που έχω ακούσει είναι το κ΄ταβ΄ για το Καρπενήσι TV ή Κ-TV, κανάλι για το οποίο δυστυχώς δε βρήκα περισσότερες πληροφορίες. Ο Δήμος Καρπενησίου ακόμα το παλεύει με ένα είδος web tv.

Δε θα ήθελα να κακοποιήσω μια διάλεχτο που αγνοώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμιώτικη λέξη, κετσές λέγεται το στουπί, και πιο μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πολύ μπερδεμένα, απεριποίητα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου είναι σαν κετσές, δεν πρόλαβα να χτενιστώ το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταθέτω εδώ κάποιες λέξεις που μιλιόντουσαν στην Αίγινα μέχρι προ 50-60 ετών τουλάχιστον. Είναι επιλογή από έναν κατάλογο που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε τεύχη του «Κήρυκα της Αιγίνης» το 1947 και το 1948. Καταγραφή: Ι.Β. Λυκούρης. Δεν είναι όλες αποκλειστικά Αιγινήτικες, να μην πω σχεδόν καμία -η χρήση τους μπορεί, οι ίδιες μάλλον όχι, αλλά δεν είμαι ειδική.

Επέλεξα κάποιες που πιθανόν να έχουν ένα ενδιαφέρον για το σλανγκρ. Καθότι ακόμα είμαστε λαρτζ και, σαν καλός μύλος, όλα τα αλέθουμε εδώ μέσα, τόλμησα να τις βάλω. Εξάλλου, ιντερνετικώς πώς, δεν τις βρήκα αλλού.

Αντιρρήσεις δεκτές, αλλά θα προτιμούσα γνώμες, καθότι αυθαιρετώ 100% ως προς την γλωσσολογική μου προσέγγιση.

αίμας (= αίμα, όπως λέει ο Τσιφόρος «ο στόμας μου»).

αγλύτσαστος = να μη δει γλύκα

θείος / θεία = κύριος / κυρία (ρε θείο)

κωλοπηλάλα = τρέξιμο για δουλειά

έχει τα μαγκούφια του, είναι στα μαγκούφια του = είναι κακόκεφος

μαγκουφιάζω = δεν δίνει ερμηνεία, δίνει μόνο παράδειγμα (βλ. παράδειγμα), λέω λοιπόν εγώ: σημαίνει «τραβάω μαλακία»;;; λογικό, μιας και ο μαγκούφης είναι και ο ξεμειναμένος εργένης

καρτάλι = μικρό καλάθι

είναι ξαπέτος = έχει πετάξει (μου θυμίζει την ξεπέτα)

Παράδειγμα και σχόλιο για τη λέξη «μαγκουφιάζω»

Παράδειγμα (από το άρθρο):
Μια γυναίκα έκατσε κάποτε «εκεί όπου είχαν μαγκουφιάσει οι ψαράδες» και έμεινε έγκυος.

Σχόλιο:
Μου θυμίζει το πώς έμεινε έγκυος η μάνα του Λεολό στην ομώνυμη ταινία: πέφτοντας μέσα σε ένα καφάσι ντομάτες οι οποίες ήταν πασαλειμμένες με το σπέρμα ενός αγρότη που τράβαγε μαλακία στο μποστάνι ενώ τις μάζευε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified