Further tags

Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.

Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει

ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!

Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.

  1. Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
    Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
    Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.

  2. - Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
    - Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.

για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.

Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.

  1. ...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.

    - Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
    - Αλλά, τι έκανε κανέ μου;

  2. - Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
    - Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
    - Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
    - Αλλά, τι κάνω κανέ μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.

αντίθ: σπολάτη

Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.

Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το χρηματιστήριο είναι μόνο ένα. Έτσι, ο φρουτάς θα γούσταρε πολύ να ‘ναι τουλάχιστον καζίνο αλλά ούτε καν. Σε σχέση με τους Καθεδρικούς αυτούς, μοιάζει με ανίερο (οσονούπω) συνοικιακό ναό κι ας επιμένουν μερικοί να την αποκαλούν μανάβικο. Δίχως παπά αλλά με επίτροπο επί του παγκαριού, για στασίδια, διαθέτει κωλοκάτσια μπροστά από συχνά ανάπηρα, αχόρταγα μπιμπλίκια πειραγμένα στο μυαλό, ώστε συχνότερα να ρεύονται παρά να ξερνούν.

Εδώ, όπου δίνουν μάταια ραντεβού με την ελπίδα τζογοτζάνκια, δοκιμαστές της κωλοφαρδίας τους και χαμένοι στην αγάπη που διεκδικούν την ισορροπία, -άπαντες καμένοι από χέρι- είναι όλα υπολογισμένα στην τύχη!

Γιατί αυτή υπάρχει. Κι ας λένε μερικοί ρασιοναλιστές και θεολόγοι. Αν είναι αγαθή πλην γκαβή θεά, πουτάνα που δε λέει να σου κάτσει κι ας ταΐζεις τις σχισμές αβέρτα, ή μπίζνα που τα φέρνει χοντρά, πλέον και μέσω του διχτιού, είναι ζήτημα προοπτικής.

Μας προέκυψε από τα από καιρό δόκιμα «φρουτάκια», συνηθίζεται περισσότερο στην Πάτρα και οφείλει να μην μπερδεύεται με την κυπριακή «φρουταρία» που συζητήθηκε εδώ εκτενώς.

Β) Το στέκι όπου συχνάζουν άλλα φρούτα. Ενίοτε, σαν ευφημισμός της μπασκλασοφέρνουσας παράγκας.

1.
Παρ' όλα αυτά ρε παιδιά δεν είδα να κουνιέται και τίποτα! (…). Σήμερα άκουσα ότι κάνουν και νόμο για τα φρούτα! Από εκεί που ήταν παράνομα όλα πάνε να τα νομιμοποιήσουν!!! Κανονικά δεν έπρεπε να επέμβει ένας εισαγγελέας πρωί-πρωί με μια ΣΔΟΕ παρέα και να τους ξεκολ...; Αυτό που μου έκανε εντύπωση τόσα χρόνια εδώ στην Πάτρα είναι ότι υπήρχαν φρουτερί σε κεντρικότατους δρόμους (Αράτου (2), Κολοκοτρώνη, Κορίνθου) 5' με τα πόδια από την ασφάλεια και άλλα 5' από την Α' ΔΟΥ Πατρών αλλά περνάγανε όλοι απ' έξω!

2.
Επιστρέφουν τα φρουτάκια με δόξα και τιμή, προκειμένου το κράτος νταβατζής να αποκτήσει έσοδα. Ο κάθε φρουτάς θα πληρώνει (λέει) ένα ποσό για κάθε μηχανάκι που έχει στο μαγαζί, (μεταξύ μας δηλαδή θα πληρώνει για 10 και θα έχει 20), θα παίρνουν το κάτι τις τους οι ελεγκτικοί μηχανισμοί (αν υπάρχουν τέτοιοι), τα μηχανάκια θα πληρώνουν 1 στις 250, αντί 1 στις 150, το χρήμα θα κυκλοφορεί και όλοι θα είναι ευτυχείς εκτός από τα κορόιδα. Αυτά είναι μέτρα!
(για τον κακομοίρη τον φρουτά και μόνο)

3.
Καλή Σχολική Χρονιά... (απ’ τον blogger m@gior στις 29.8.2010)

Κεφάτος εξεκίνησα στο τέλος του Αυγούστου/ οι διακοπές ευχάριστες και του δικού μου γούστου
Φόρεσα το τζινάκι μου και μαλακό παπούτσι/ Τις Ζιβανσί τις κάλτσες μου και το ρολόι Γκούτσι
Ανοίγω το ραδιόφωνο, να η φωνή του Τράγκα/ να λέει για τη Φρουτερί, τη βρωμερή παράγκα
Τις πλάτες στην Κυβέρνηση, απ΄ το Τηλεκανάλι/ που ξέχασε του Δου Νου Του, το άθλιο το χάλι
Το πως εκαταντήσαμε τα τελευταία χρόνια/ άλλοι ήταν οι έξυπνοι, κι εμείς μονάχα ψώνια
Και τώρα στη τσεπούλα μας, αν έχει μείνει φράγκο/ ευγενική κατάθεση, στης Φρουτερί τον πάγκο
Όλοι θα καταθέσουμε, πάντα για την Ελλάδα/ που ψόφησε αβοήθητη, στην εύφορη κοιλάδα…

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους Πατρινούς, αλλά και από τους δυτικοελλαδίτες γενικότερα. Υπάρχει και η ορθογραφία Μοιραλέικα, αλλά δεν είναι ετυμολογικά σωστή.

Η ερμηνεία είναι απλή και δεν θέλει πολλή φαντασία. Όπως συμβαίνει με τα αρχίδια καπαμά και τα αρχίδια μέντολες αναλόγως και εδώ πρόκειται για μαλακίες, για τρίχες, για γελοιότητες.

Ας κοιτάξουμε τώρα και την προέλευση της έκφρασης.

Πολλοί θεωρούν ότι είναι εφεύρεση του πάλαι ποτέ βουλευτή Αχαΐας, Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος την έκανε γνωστή πανελληνίως. Για την ιστορία, όταν γνωστός εκδότης ζήτησε από τον Κουτσόγιωργα να σχολιάσει τις φήμες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, εκείνος απαξίωσε το ζήτημα, με τον χαρακτηρισμό 'αρχίδια Μιραλέικα'.

Στην πραγματικότητα όμως, άλλη είναι η καταγωγή της έκφρασης. Και συγκεκριμένα, το ένδοξο Μιράλιο ή Μιράλι, μικρό χωριό λίγο έξω από την Πάτρα.

Τι το ξεχωριστό έχουν τα απίδια των Μιραλιωτών; Ό,τι και τα Καλαβρέζικα, φαντάζομαι!

(Από τον Ιστό)

''Τό Πανεπιστήμιο πρώτα είναι χώρος
εκπαίδευσης καί μετά παραγωγής πολιτικής.
Όλα τ΄άλλα είναι αρχίδια Μοιραλέικα
(τό κατά Κουστόγιωργα 1ο,ψαλμός 6ος
στίχος 5ος).

Αναστάσης.''

βλ. και μπαρούφα (-ες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified